Σε μια παρομοίωση του εαυτού του με τον Χριστό προχώρησε ο πατέρας Αντώνιος μετά τη «χιονοστιβάδα» καταγγελιών για την «Κιβωτό του Κόσμου».

Οπατέρας Αντώνιος έχει κληθεί να δώσει εξηγήσεις ως ύποπτος τη Δευτέρα, 9 Ιανουαρίου, μετά τις καταγγελίες σοκ που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

«Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. Είμαι λειτουργός του Υψίστου και είμαι έτοιμος να αποδεχτώ ό,τι ο Θεός επιτρέψει είτε κατά παραχώρηση είτε κατά ευλογία. Μετέχω στο σχέδιο του Θεού ενεργά και δια του μυστηρίου της ιεροσύνης και της Χάριτος που μου εκχωρήθηκε κατά τη χειροτονία μου και εις διάκονο και εις πρεσβύτερο. Επομένως γνωρίζω τη σταυρική και μαρτυρική πορεία προς τον Γολγοθά όπως γνωρίζω με την ίδια βεβαιότητα και το τέλος αυτής της μαρτυρικής πορείας που είναι η ανάσταση και η δήλωση πρώτα ενώπιον του Θεού και ύστερα ενώπιον των ανθρώπων», είπε στον ΑΝΤ1.

«Η αγωνία μου είναι το μέλλον μόνον αυτών όλων των παιδιών, τα όνειρα, η πορεία και οι ελπίδες τους. Το μήνυμα που εκπέμπω και επιθυμώ να φτάσει τους Έλληνες πολίτες είναι: Δε σας πρόδωσα. Δεν πρόδωσα την εμπιστοσύνη σας. Δεν πρόδωσα την αγάπη και τον σεβασμό σας. Έχω εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη».

Νέα μαρτυρία σοκ από 18χρονο: «Αισθανόμουν ότι θα πέθαινα από το ξύλο»

Παράλληλα, νέα μαρτυρία ενός 18χρονου που καταγγέλλει βαριά κακοποίηση στη δομή του Βόλου, έφερε στο φως ο ΑΝΤ1.

«Το δωμάτιο που με είχαν βάλει στη δομή του Άνω Βόλου ήταν μακριά από τα άλλα παιδιά. Ήταν μόνο του, ήταν κρύο και δεν είχε καθόλου έπιπλα, μόνο ένα στρώμα είχε στο πάτωμα και μία κουβέρτα. Τη νύχτα την ανάγκη μου την έκανα σε μπουκαλάκι γιατί η πόρτα της τουαλέτας ήταν κλειστή και επιπλέον δεν μπορούσα να βγω έξω. Ένα βράδυ, μπήκαν δύο άτομα μέσα, έκλεισαν την πόρτα και τα παράθυρα και έφαγα πάρα πολύ άγριο ξύλο. Όχι απλά μπουνιές, κλωτσιές και σφαλιάρες, αλλά με κοπάναγαν με σανίδες και πέτρες. Δεν ξέρω ποση ώρα έτρωγα ξύλο, αλλα αισθανόμουν ότι θα πέθαινα. Μετά από αυτό, το πρόσωπό μου ηταν χάλια, ήταν πρησμένο, τα μάτια μου τα αυτιά μου ήταν πρησμένα, από τα χείλη μου έτρεχε αίμα, το κεφάλι μου ήταν γεμάτο καρούμπαλα και το αριστερό μου χέρι ήταν μαυρισμένο… Όσο με χτύπαγαν τους έλεγα να σταματήσουν, ότι πονάω και εκείνοι γέλαγαν και μου έλεγαν “ή θα παραδεχτείς ότι εσύ έκλεψες τα λεφτά ή θα σε σκοτώσουμε”… όμως ακόμη και όταν το παραδέχτηκα αυτοί συνέχισαν να με χτυπάνε. Πήγα στη διευθύντρια κια της ζήτησα να με πάει στο νοσοκομείο, εκείνη έβαλε τα κλάματα και μου είπε να πάω στο δωμάτιό μου και να ηρεμήσω. Στο νοσοκομείο δεν με πήγε ποτέ».