Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ιταλία και ερευνά την αλληλεπίδραση του «πολεμικού καπιταλισμού» («Capitalismo di Guerra»), των Alberto Saravalle και Carlo Stagnaro, περιέχονται ενδιαφέροντα στοιχεία για τους δασμούς, τους περιφερειακούς και ασύμμετρους πολέμους που ενίοτε οδηγούν σε μεγαλύτερη κρατική παρουσία και αυτάρκεια στις πρώτες ύλες.

Η περίπτωση της Ευρώπης είναι χαρακτηριστική. Μετά την αφύπνιση που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με δεδομένο ότι το 40% του φυσικού αερίου που καταναλώνει η Ευρώπη προμηθεύεται από τη Ρωσία, δημιούργησε την ανάγκη για αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών.

Οσον αφορά τους διατλαντικούς δασμούς, η πρώτη περίπτωση μεγάλων αυξήσεων συνέβη το 1930, όταν οι ΗΠΑ, με τον νόμο Smoot-Hawley, αύξησαν τους δασμούς σε περίπου 20.000 προϊόντα, προκαλώντας αντίποινα από τους κύριους εταίρους τους (ειδικά τους Ευρωπαίους).

Αυτή η πολιτική για τους συγγραφείς «θεωρείται ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η ύφεση στα τέλη της δεκαετίας του 1920 μετατράπηκε στη Μεγάλη Υφεση, η οποία διήρκεσε όλη την επόμενη δεκαετία».

Τα επόμενα χρόνια, οι εισαγωγές των ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 40% και μεγάλο μέρος της μείωσης οφειλόταν στους επιβληθέντες δασμούς.

Τη δεκαετία του 1960, υπήρξε ο λεγόμενος «πόλεμος των κοτόπουλων» μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, λόγω της εισαγωγής κοτόπουλων που εκτρέφονταν σε κλωβούς. Τη δεκαετία του 1980, υπήρξε η διαμάχη για τις ορμόνες στο κρέας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πολιτικές υποθέσεις, όπως η απονομή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης του 2010 στον Κινέζο αντιφρονούντα Λιου Σιαομπό, στην οποία η Κίνα απάντησε μπλοκάροντας τις εισαγωγές νορβηγικού σολομού. Με τη σειρά του, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν το 1981 επέβαλε κυρώσεις σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες που χρησιμοποίησαν αμερικανική τεχνολογία για την κατασκευή του πρώτου αγωγού φυσικού αερίου μεταξύ της Ρωσίας (τότε Σοβιετικής Ενωσης) και της Δυτικής Γερμανίας.

Ακόμα και στην περίπτωση των δασμών στον χάλυβα και στο αλουμίνιο, που επιβλήθηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ το 2018 (και διατηρήθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν), οι ΗΠΑ το αιτιολόγησαν ισχυριζόμενες ότι επρόκειτο για «ζήτημα εθνικής ασφάλειας». Η Κίνα, η οποία ήταν μεταξύ των χωρών στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις από τον Τραμπ (ο οποίος περιλάμβανε επίσης συμμάχους όπως η Αυστραλία, η Αργεντινή, η Νότια Κορέα, ο Καναδάς και το Μεξικό), αντέδρασε επιβάλλοντας δασμούς σε 128 αμερικανικά προϊόντα (χάλυβα, αλουμίνιο, αεροσκάφη).

Αντιδρώντας η ΕΕ επέβαλε δασμούς σε προϊόντα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, σε τέτοιο βαθμό που οι μοτοσικλέτες Harley-Davidson φορολογήθηκαν με 56%. Οι δασμοί διατηρήθηκαν επίσης από την κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν, η οποία θα εξαιρούσε την ΕΕ με την προϋπόθεση ότι με τη σειρά της θα επέβαλλε δασμούς στην Κίνα. Αυτό δεν συνέβη, επομένως οι διαπραγματεύσεις μπλοκαρίστηκαν και οι δασμοί παρέμειναν σε ισχύ.

Με πρόεδρο τον Τζο Μπάιντεν, νέοι τελωνειακοί δασμοί έπληξαν την Κίνα, ξεκινώντας από τα ηλιακά πάνελ και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα (τα κινεζικά μίνι αυτοκίνητα έγιναν πρόσφατα στόχος της ΕΕ). Από το 2018 έως το 2024, οι δασμοί απέφεραν έσοδα 233 δισ. δολαρίων για την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Οι Stagnaro και Saravalle θεωρούν ότι στην ουσία πρόκειται για «φόρο επί των Αμερικανών καταναλωτών».

Τον Ιούλιο του 2024, πριν ο Τραμπ «κηρύξει» τον δασμολογικό πόλεμο, η ΕΕ, αντιδρώντας στις κρατικές επιδοτήσεις της Κίνας σε εργοστάσια φωτοβολταϊκών πάνελ και ηλεκτρικών αυτοκινήτων, εφάρμοσε δασμούς που κυμαίνονταν από 17% έως 38%, επιπλέον των υφιστάμενων δασμών.

Επί του παρόντος, τα κινεζικά αυτοκίνητα στην Ευρώπη φορολογούνται με 50% (στις ΗΠΑ, 100%). Προφανώς, χωρίς την ευρωπαϊκή τελωνειακή ασπίδα, ένα κινεζικό μίνι αυτοκίνητο (πωλείται μόλις 3.000 ευρώ, αλλά με μπαταρίες χαμηλής απόδοσης) θα κόστιζε όσο ένα ηλεκτρικό ποδήλατο.

Αυτό σίγουρα θα ήταν ένα πλεονέκτημα για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, αλλά θα οδηγούσε στο κλείσιμο των ευρωπαϊκών εργοστασίων αυτοκινήτων.

Σύμφωνα με τους Saravalle και Stagnaro, υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου και της μείωσης των πολεμικών συγκρούσεων, οπότε, αν σήμερα βρισκόμαστε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, αυτό οφείλεται στον κρατικό παρεμβατισμό στις ανοιχτές αγορές. Ο πολεμικός καπιταλισμός, εκτός από τους δασμούς, περιλαμβάνει επίσης τους πολλούς μηχανισμούς που στρεβλώνουν το διεθνές εμπόριο τα τελευταία χρόνια.

Για παράδειγμα, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία μετά την επίθεση στην Ουκρανία: είναι σωστές, αλλά παρακάμπτονται από τον λεγόμενο «σκοτεινό στόλο» που δημιούργησε το Κρεμλίνο για να πουλάει πετρέλαιο και φυσικό αέριο μέσω μιας «γκρίζας αγοράς», η οποία τελικά επηρεάζει το νόμιμο εμπόριο και ανταμείβει δικτατορικά καθεστώτα όπως το Ιράν, η Κίνα και η Βόρεια Κορέα, καθώς και η Ινδία.

Ενα άλλο στρεβλωτικό αποτέλεσμα συνίσταται στην ανταμοιβή της εγχώριας βιομηχανίας. Αυτό ξεκίνησε από τον Μπαράκ Ομπάμα και συνεχίστηκε από τον Τζο Μπάιντεν με τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), ο οποίος συνίστατο σε κίνητρα για εγχώρια προϊόντα που συνδέονται με την πράσινη ενεργειακή μετάβαση: πάνελ αμερικανικής κατασκευής, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μπαταρίες.

Αυτές οι επιδοτήσεις, αναφέρουν οι συγγραφείς του βιβλίου, θα κοστίσουν 400 δισ. δολάρια τη δεκαετία 2022-2031, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, αλλά, σύμφωνα με την Goldman Sachs, το κόστος θα μπορούσε να φτάσει τα 1,2 τρισ. δολάρια. Στην Ευρώπη, η Έκθεση Ντράγκι του 2024 προτείνει ένα οικονομικό «μπαζούκας» 800 δισ. ευρώ.

Έπειτα, υπάρχει ο πόλεμος των ημιαγωγών. Ορισμένες εταιρείες, όπως η Samsung και η Intel, παράγουν τα υλικά εσωτερικά. Αλλες τα αναπτύσσουν εγχώρια, αλλά τα κατασκευάζουν στο εξωτερικό, ειδικά στην Ταϊβάν από την ισχυρή TMSC.

Υπάρχουν επίσης λιγότερο ορατές εταιρείες, όπως η ολλανδική ASMI, η οποία παράγει τις φωτολιθογραφικές μηχανές που είναι απαραίτητες για την παραγωγή τσιπ, της οποίας η ASMI είναι μονοπώλιο. Το 2024, η TMSC κατείχε το 61,7% της παγκόσμιας αγοράς μικροτσίπ και η Samsung το 11%.

Η υποκλοπή δεδομένων από χάκερ έχει σημασία στους εμπορικούς πολέμους, όπως πρόσφατα με την επίθεση εναντίον των Windows, έγινε αφορμή να διαρρεύσουν ευαίσθητα δεδομένα ασφαλείας των ΗΠΑ.

Σε αυτόν τον τομέα, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ενισχύσει την απαγόρευση της Huawei και άλλων πιθανών εχθρικών πολυεθνικών. Η Κίνα, η οποία ξοδεύει περισσότερα σε τσιπ παρά σε πετρέλαιο, απάντησε απαγορεύοντας την αγορά αμερικανικών τσιπ από τη Micron Technology.

Πηγή: Istituto Bruno Leoni