Τι είναι αυτό που διαχωρίζει τον αγνό «εκρηκτικό επαναστάτη αγωνιστή» από το νεοναζιστικό, φονταμενταλιστικό, φασιστοειδές ανθρωπάριο; Ποια είναι η καλή βία, όπως έλεγαν κάτι ΣΥΡΙΖΑίοι «διανοούμενοι», και ποια η κακή;

 

Γράφει ο Γρηγόρης Ψαριανός

 

«Βρισκόμαστε απέναντι σε φαινόμενα βίας και σε δολοφονικές επιθέσεις οι οποίες ασκούνται από δειλούς και σκοτεινούς κύκλους» είχε πει κάποτε ο πρώην πρωθυπουργός, όταν επί των ημερών του έσκασε σακίδιο «αγωνιστών για μια καλύτερη ζωή» έξω από τα γραφεία του ΣΚΑΪ και της «Καθημερινής», τότε. Ξεκάθαρη «καταδίκη της βίας, απ’ όπου κι αν προέρχεται», διατύπωση σαφής και σκληρή για όσους ασχημονούν κατά της ελευθεροτυπίας, της ελεύθερης φωνής, της δημοκρατίας. Αναμφιβόλως, έτσι;

Από εδώ ακριβώς όμως αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε ποιος μπορεί να σκέφτεται αυτού του είδους την «επαναστατική» βία, από τι και πώς εμπνέεται, ποιος τον ενθαρρύνει και ποιες ριζοσπαστικές ιδέες τον κινητοποιούν. Ποιος τον στρατολόγησε και τον καθοδηγεί για να οργανώνει τέτοιες ενέργειες, τυφλής βίας, σε μέσα ενημέρωσης που δεν του αρέσουν, τραμπουκισμούς και προπηλακισμούς όσων διατυπώνουν γνώμη διαφορετική σε δημόσιους χώρους, σχολεία, πανεπιστήμια, χώρους εργασίας, καφενεία, ακόμη και χώρους έκφρασης και τέχνης.

Ποιος πιστεύει ότι είναι ωραίος αγώνας για μια καλύτερη ζωή η τοποθέτηση εκρηκτικών σε στάδια, μετρό, σταθμούς τρένων, αεροπλάνα και βαπόρια και από πού προκύπτει αυτή η πεποίθηση; Είναι κάποια «ιδέα» αγνή, προοδευτική, με το ηθικό πλεονέκτημα του αγωνιστή ή μπορεί και μια φασίζουσα συμπεριφορά, εμφορούμενη από νεοναζιστικές ή ισλαμοφασιστικές π.χ. ψυχώσεις; Τι είναι αυτό που διαχωρίζει τον αγνό «εκρηκτικό επαναστάτη αγωνιστή» από το νεοναζιστικό, φονταμενταλιστικό, φασιστοειδές ανθρωπάριο; Ποια είναι η καλή βία, όπως έλεγαν κάτι ΣΥΡΙΖΑίοι «διανοούμενοι», και ποια η κακή;

Ερωτήματα τα οποία δεν έχουν ακόμα απαντηθεί. Γιατί έχουμε μεγαλώσει δυο-τρεις γενιές νέων ανθρώπων, προοδευτικών που διαπνέονται από ιδέες ανθρωπιστικές, προοδευτικές, «antifa», αντιρατσιστικές και κυρίως αλτρουιστικές και ευγενείς, που όμως είναι άτομα έτοιμα, και ως παιδιά αλλά και μεγαλώνοντας, να σπάσουν, να κάψουν, να ανατινάξουν, να δολοφονήσουν; Γιατί το κάναμε και πώς έγινε αυτό; Γιατί εμείς το αφήσαμε να γίνει, ως γονείς, δάσκαλοι και καθηγητές τους, που ήμασταν μάλιστα προοδευτικοί, ρηξικέλευθοι, ανθρωπιστές, οι καλύτεροι όλων, «αριστεροί του ήθους».

Ελπίζουμε σε κάποια απάντηση προτού ο φασισμός μάς δείξει ότι δεν είναι μόνο μαύρη «ιδεολογία» αλλά και συμπεριφορές και τρόπος ζωής. Πρέπει να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα πριν από το επόμενο χάος άρρωστης βίας. «Απ’ όπου κι αν προέρχεται».