Αποκριές, λοιπόν, που δεν είναι οι παραδοσιακές, αλλά παράξενες, καθημερινές, με κάτι μασκαράδες που είναι μεταμφιεσμένοι σε «κανονικούς» και κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, επαγγελματίες κάθε είδους, όπου δύσκολα αντιλαμβάνεσαι πως στην πραγματικότητα είναι κλόουν, πιερότοι, κολομπίνες ή πειρατές.

 

Γράφει ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΨΑΡΙΑΝΟΣ

 

Θυμάμαι κάτι άλλες εποχές που έβλεπες μαγαζιά στολισμένα με αποκριάτικα, στις γειτονιές περνούσε το γαϊτανάκι, παντού τραγούδια, σερπαντίνες, χαρτοπόλεμος, μάσκες πολλές και πλαστικά ρόπαλα με καραμούζες. Τώρα, σερπαντίνες και χαρτοπόλεμος είναι οι ανακοινώσεις των κομμάτων, δελτία Τύπου, δηλώσεις των πολιτικών καρναβαλιστών με μάσκες τις κανονικές φάτσες τους, κάτι κουκούλες βλαμμένων με ρόπαλα αληθινά, που ανοίγουν κεφάλια.

Δεν θέλω να γράψω βιβλίο, θέλω μόνο να πω ότι πρόλαβα χιλιάδες πράγματα που δεν υπάρχουν πια και με νοσταλγία ανασύρονται από τη μνήμη, όπως οχήματα, παλιά υπέροχα κτήρια, επαγγέλματα, γωνιές, μαγαζάκια, μουσικές, ήχοι και εικόνες.

Και βέβαια όσα πήραν τη θέση τους μπορεί να είναι απείρως πιο λειτουργικά, εύχρηστα, μπορούν να αποκτηθούν πιο άνετα και κάνουν τη ζωή μας πολύ πιο εύκολη, όμως γιατί η μέση αίσθηση ευτυχίας έχει ελαττωθεί τόσο, μου λες;

Ο κόσμος τότε είχε μόλις αρχίσει να ισορροπεί, μετά τον τραγικό εμφύλιο, υπήρχαν νωπές οι μνήμες του, οι εχθρότητες, οι δυσκολίες προσαρμογής για πολλούς ακόμα διωκόμενους ήταν φανερές, ακόμα άλλωστε υπήρχαν εξόριστοι ή φυλακισμένοι. Και μπορεί οι ευθύνες για τον εμφύλιο να βάραιναν κυρίως την Αριστερά, αλλά οι ευθύνες για τις διώξεις και τη μη αποκατάσταση μιας ομαλότητας βάραιναν αποκλειστικά τους νικητές. Ηταν πολύ δύσκολα χρόνια, με φτώχεια, με χωματόδρομους ακόμα και στην καρδιά της πόλης, με δύσκολες και σκληρές δουλειές, με παιδιά που δεν είχαν σχεδόν τίποτα, αλλά παρ’ όλα αυτά η ίδια η ζωή τραγουδούσε για μια ελπίδα. Που πάντα φαινόταν να έρχεται…

«Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή, τι να καταλάβουμε οι φτωχοί», σιγοτραγουδάω από μέσα μου, χαζεύοντας γύρω σαν χαμένος, μετρώντας τα μισοσπασμένα πλακάκια πεζοδρομίων, στο κέντρο μιας πόλης μουντζουρωμένης, που δεν έχει πια καμιά σχέση με την πόλη που μεγάλωσα, που την ήξερα απέξω κι ανακατωτά και ήταν εντελώς δική μου, όμως τώρα φαίνεται ξένη, άγνωστη, μασκαρεμένη, σε κάτι παράξενες αποκριές.