Σε μια εποχή που η συζήτηση για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, η πρεμιέρα της ταινίας «The Marbles» στο Λονδίνο φέρνει το φλέγον ζήτημα στη μεγάλη οθόνη. Ο σκηνοθέτηςτης, Ντέιβιντ Γουίλκινσον ανέφερε τα επιχειρήματά του υπέρ του επαναπατρισμού των Γλυπτών και αποκάλυψε μια συγκινητική προσωπική ιστορία που σημάδεψε τη δημιουργία της ταινίας.
Ο Ντέιβιντ Γουίλκινσον στα πλαίσια της συνέντευξής του αναφλερθηκε στο ηθικό και συναισθηματικό χάσμα που χωρίζει τους δύο λαούς πάνω στο εν λόγω θέμα. «Για τους Έλληνες, είναι η ψυχή και η κληρονομιά τους», τονίζει. «Για τους Βρετανούς, είναι απλώς μια σειρά από όμορφα αντικείμενα, χωρίς κανένα βαθύτερο συναισθηματικό δέσιμο».
Η ελπίδα του, όπως λέει, είναι να αλλάξει αυτή η οπτική μέσα από το έργο του: «Θα ήθελα οι Βρετανοί να δουν την ταινία και να πουν: "Ναι, ίσως νομικά μας ανήκουν, αλλά ηθικά δεν έχουμε κανένα δικαίωμα. Πρέπει να τα δώσουμε πίσω"».
Ο σκηνοθέτης ασκεί επίσης κριτική στο Βρετανικό Μουσείο, θεωρώντας ότι έχει χάσει τον προσανατολισμό του.
«Τα μουσεία της Βρετανίας είναι γεμάτα υπέροχα εκθέματα. Οι περισσότεροι επισκέπτες στο Βρετανικό Μουσείο δεν είναι Βρετανοί. Θα μπορούσαμε να το γεμίσουμε με βρετανικά εκθέματα, που να αντιπροσωπεύουν τη χώρα μας», σημειώνει, στον ΣΚΑΪ.
Φέρνει μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Ήμουν στο Σέφιλντ και είδα στο δημαρχείο ασημικά και ατσάλινα αντικείμενα που κατασκευάστηκαν εκεί και δεν τα έχει δει ποτέ κανείς εκτός πόλης. Θα ήταν υπέροχο αν μπορούσαν να εκτεθούν στο Βρετανικό Μουσείο, για να δει ο κόσμος τι έκανε τη Βρετανία σπουδαία».
Το επιχείρημά του κορυφώνεται με μια ρητορική ερώτηση: «Γιατί να βλέπουμε έργα που έκαναν την Ελλάδα σπουδαία; Το Βρετανικό Μουσείο είναι για βρετανικά εκθέματα. Τα Γλυπτά πρέπει να επιστραφούν, δεν έχουν θέση εδώ».
Σε ερώτηση για το αν θεωρεί ότι η επανένωση μπορεί να συμβεί σύντομα, ο Γουίλκινσον δηλώνει αισιόδοξος:
«Ναι, το πιστεύω. Όσο περνά ο καιρός και όλο και περισσότερες χώρες επιστρέφουν κλεμμένα πολιτιστικά αγαθά, τόσο περισσότερο η Βρετανία αρχίζει να μοιάζει με τον "γέροντα της αποικιοκρατίας"».
Δεν διστάζει, επίσης, να μιλήσει ανοιχτά για την ανάγκη ανάληψης ευθύνης λέγοντας: «Πρέπει να παραδεχτούμε τα λάθη της ιστορίας μας. Δεν υπάρχει λόγος να τα υπερασπιζόμαστε. Όλοι όσοι τα έκαναν έχουν πεθάνει. Πρέπει να σταθούμε όρθιοι και να πούμε: “Ναι, κάναμε λάθη και πρέπει να επανορθώσουμε”. Δεν θα τα κρύψουμε κάτω από το χαλί».
Η πιο συγκλονιστική στιγμή της συνέντευξης έρχεται όταν ο σκηνοθέτης μίλησε για τον προσωπικό του αγώνα με τον καρκίνο, που συνέπεσε με την παραγωγή της ταινίας.
«Στη μέση των γυρισμάτων, διαγνώστηκα με μια πολύ σοβαρή μορφή καρκίνου. Δεν πίστευα ότι θα ολοκληρώσω την ταινία», εξομολογείται.
«Μου είπαν ότι η επέμβαση ήταν υπερβολικά επικίνδυνη. Η χημειοθεραπεία άρχισε να λειτουργεί λίγο, αλλά 14 χειρουργοί αρνήθηκαν να την αναλάβουν».
Τελικά, βρέθηκε μια χειρουργός στο νοσοκομείο Charing Cross στο Λονδίνο. Όταν του πρότειναν ημερομηνία για ραντεβού, ο Γουίλκινσον προσπάθησε να το αναβάλει: «Είπα ότι εκείνη τη μέρα έχω κάτι πολύ σημαντικό – τα τελευταία γυρίσματα της ταινίας».
Η ογκολόγος του τού ζήτησε να είναι προσεκτικός και να σημειώνει όσα ειπωθούν. Όμως όταν ο σκηνοθέτης γνώρισε τη γιατρό, συνέβη κάτι που θεώρησε σημάδι από τους θεούς.
«Τη ρώτησα από πού είναι, και μου απάντησε: “Από την Αθήνα”. Σηκώθηκα όρθιος και της είπα: “Φοράω τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, γιατί σήμερα τελειώνω μια ταινία για το γιατί τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα”».
Η σύζυγός του ύψωσε τότε μια μικρή ελληνική σημαία. Η χειρουργός ξέσπασε σε κλάματα και είπε: «Σας ευχαριστώ για αυτό που κάνετε».
«Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα», λέει ο Γουίλκινσον, «ότι αυτό ήταν το σημάδι. Της είπα: “Εσείς θα κάνετε την επέμβαση”. Και έκανε μια φανταστική δουλειά»