Για σωρεία παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη για πολλές υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και για τη δέσμευση λογαριασμών του εκδότη του ΣΚΑΪ Γιάννη Αλαφούζου, ζητείται από την εισαγγελέα Ελένη Μετσοβίτου- Φλουρή η παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο του πρώην υπουργού Δημήτρη Παπαγγελόπουλου.
Κατά την εισαγγελέα, προκύπτει από τις έρευνες, ότι το καλοκαίρι του 2016 ο Δημ. Παπαγγελόπουλος άσκησε, όπως γράφει η Ιωάννα Μάνδρου στο kathimerini.gr, αφόρητες πιέσεις στον τότε οικονομικό εισαγγελέα Παν. Αθανασίου να επισπεύσει τους φορολογικούς ελέγχους για τον κ. Αλαφούζο και να δεσμεύσει τους λογαριασμούς του, ώστε να μην μπορέσει να λάβει μέρος στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες.
Επίσης, η εισαγγελική λειτουργός αναφέρεται σε πιέσεις του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου για ενοχοποίηση του δημοσιογράφου Γιώργου Παπαχρήστου, αλλά και τους φορολογικούς ελέγχους του αποθανόντος Ανδρέα Βγενόπουλο.
Τέλος, παραπομπή προτείνεται για τον πρώην υπουργό, εκτός από την ενοχοποίηση των δέκα πολιτικών στην υπόθεση Novartis, και για τις πιέσεις που άσκησε σε εισαγγελείς, όπως η Ελένη Ράικου, η Γεωργία Τσατάνη και ο Παν. Αθανασίου.
Αναλυτικά το απόσπασμα της πρότασης της αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Μετσοβίτου- Φλουρή.
Παρενέβη στο έργο τού τότε Οικονομικού Εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου, στις παρακάτω αναφερόμενες περιπτώσεις: περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου 2015 αλλά και κατά τη διάρκεια του έτους 2016 , ενώ ο προαναφερόμενος Οικονομικός Εισαγγελέας διερευνούσε τις ιδιαίτερα σοβαρές υποθέσεις σχετικά με τις λίστες Λαγκάρντ, Λιχτενστάιν, Λουξεμβούργου, Μ. Βρετανίας και των 65 εμβασμάτων εξωτερικού, παρενέβη εκ νέου στο έργο του, σχετικά με υποθέσεις που αφορούσαν σε ιδιοκτήτες ΜΜΕ, ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών-καναλάρχες και συγκεκριμένα τους Ιωάννη Αλαφούζο και Ανδρέα Βγενόπουλο, απαιτώντας από τον εισαγγελέα Αθανασίου να φροντίσει να περατωθεί τάχιστα ο φορολογικός έλεγχος σε βάρος τους.
Προκειμένου δε να επιτευχθεί αυτό, ζήτησε από τον εισαγγελέα, να πιέσει τους αρμόδιους φορολογικούς ελεγκτές διατυπώνοντας την απειλή, ειδικά για την υπόθεση του Ανδρέα Βγενόπουλου, ότι αν δεν περαιωθεί άμεσα ο φορολογικός έλεγχος, θα καταγγείλει μέσω των τηλεοπτικών σταθμών, ότι οι ελεγκτές που διενήργησαν τον έλεγχο, τα έχουν αρπάξει από τον Βγενόπουλο, παρότι δεν είχε στοιχεία για κάτι τέτοιο. Με την πράξη του αυτή αποσκοπούσε να προκαλέσει βλάβη στον Ανδρέα Βγενόπουλο, ο οποίος, με τον τρόπο αυτό και εσπευσμένα, θα καθίστατο ύποπτος και διωκόμενος για εγκλήματα χωρίς προηγούμενο επαρκή και ενδελεχή έλεγχο των στοιχείων που υπήρχαν.
Όσον αφορά δε στην διενεργούμενη έρευνα σε βάρος του Ιωάννη Αλαφούζου, περί τον Αύγουστο 2016, άσκησε αφόρητες και ιδιαίτερες πιέσεις, προκειμένου να περατωθεί γρήγορα ο φορολογικός έλεγχος με σκοπό ώστε, μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, να δεσμευτούν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του και κατ’ αυτό τον τρόπο να αποκλειστεί από τη διαδικασία χορήγησης αδειών των τηλεοπτικών σταθμών, λόγω έλλειψης οικονομικής φερεγγυότητας. Ως μέσον δε πίεσης διοχέτευσε στον τύπο την πληροφορία, στην οποία ανέφερε ότι ο εισαγγελέας Αθανασίου ολιγωρούσε σχετικά με την διεκπεραίωση του φορολογικού έλεγχου σε βάρος του Ιωάννη Αλαφούζου, φοβούμενος επιθέσεις από ΜΜΕ συμφερόντων του τελευταίου και διότι ήταν οπαδός του Παναθηναϊκού.
3) Με τον ίδιο τρόπο παρενέβη επανειλημμένα στο έργο του ιδίου ως άνω Οικονομικού Εισαγγελέα για τις υποθέσεις του διοικητή της Τράπεζας Πειραιώς Μιχαήλ Σάλλα. Ενώ στην Οικονομική Εισαγγελία εκκρεμούσε έρευνα σε βάρος του συγκεκριμένου τραπεζίτη, επικοινωνούσε τηλεφωνικά πολλές φορές με τον εισαγγελέα Αθανασίου και τον ρωτούσε για την πορεία των υποθέσεών του, δηλαδή αν υπήρχαν ενδείξεις σε βάρος του και αν θα παραπεμφθεί. Επίσης ζητούσε να ενημερωθεί για τις απόψεις και τις θέσεις που είχαν οι Επίκουροι Εισαγγελείς για τις υποθέσεις αυτές, τις οποίες ερευνούσαν, του ζήτησε επίσης να ενημερωθεί όταν οι επίκουροι εισαγγελείς θα τελείωναν και θα υπέβαλαν τα πορίσματά τους.
Όταν δε, στα τέλη του 2016, υποβλήθηκαν τα σχετικά πορίσματα στον εισαγγελέα Αθανασίου, τα οποία περιλάμβαναν εισήγηση για παραπομπή του Μιχαήλ Σάλλα αλλά και άλλων πολλών τραπεζικών στελεχών για αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος, όπως απιστία, ξέπλυμα χρήματος με το νόμο περί καταχραστών του δημοσίου κλπ, πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό από άγνωστη δική του πηγή, τηλεφώνησε στον Π. Αθανασίου και του ζήτησε επιτακτικά να κρατήσει τις υποθέσεις αυτές και να μην σπεύσει να ασκήσει ποινικές διώξεις σε βάρος του Σάλλα και των υπολοίπων.
Στη συνέχεια, αρχές του Απριλίου 2017, όταν πλέον ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε βάρος του Μιχαήλ Σάλλα και πολλών άλλων στελεχών της τράπεζας Πειραιώς, ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον εισαγγελέα Αθανασίου και του ζήτησε εξηγήσεις, επειδή δεν τον ενημέρωσε προηγουμένως για την εξέλιξη αυτή, διατυπώνοντας την έντονη δυσαρέσκεια του για το γεγονός αυτό. Με την πράξη του αυτή, σκόπευε να ωφελήσει πρόσωπα που διώχθηκαν ποινικά, τουλάχιστον με την καθυστέρηση της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος τους, παρότι τα σχετικά υποβληθέντα πορίσματα των Επίκουρων Εισαγγελέων δικαιολογούσαν την άσκηση ποινικής δίωξης στο χρόνο που έλαβε χώρα.
Για την ανωτέρω περιγραφόμενη πράξη της παράβασης καθήκοντος, με τις μερικότερες πράξεις που φέρεται ότι τελέστηκε σε βάρος των εισαγγελέων Τσατάνη, Ράικου και Αθανασίου και οι οποίες αποτελούν εξακολούθηση της ίδιας αξιόποινης συμπεριφοράς με ενότητα του δόλου, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να επιστηρίξουν κατηγορία κατά του κατηγορουμένου ενώπιον του ακροατηρίου και πρέπει να γίνει η σχετική κατηγορία σε βάρος αυτού.