Οι ηγέτες απολυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων συνειδητοποίησαν πολύ νωρίς τη σημασία του κινηματογράφου. Σε συζήτηση με την DW o συγγραφέας Πέτερ Ντέμετζ μιλάει για τη σχέση του Α. Χίτλερ με τον κινηματογράφο.
Γεννημένος στην Πράγα το 1922, ο Ντέμετζ έχει τσέχικες, γερμανικές και εβραϊκές ρίζες. Γνωστός έγινε μέσα από την έρευνά του στη Λογοτεχνία – ο Κινηματογράφος είναι όμως η μεγάλη του αγάπη. Η σχέση ανάμεσα σε δικτατορικά καθεστώτα και τον κινηματογράφο ήταν ένα θέμα που τον ενδιέφερε από νεαρή ηλικία. Την περίοδο ανάμεσα στο 1939-1945 ζούσε στην πόλη Μπρουν της Τσεχίας, η οποία βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Ως τακτικός επισκέπτης στις «σκοτεινές αίθουσες» έλαβε τα πρώτα ερεθίσματα να ασχοληθεί με το ζήτημα: πώς σκέφτονται οι δικτάτορες για το σινεμά και τις ταινίες; Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Δικτάτορες στον κινηματογράφο» στα γερμανικά, μίλησε στη Deutsche Welle.
DW: Στο βιβλίο σαςγράφετε για τη σχέση πέντε προσωπικοτήτων με τον κινηματογράφο. Αςμιλήσουμε όμωςγια τον Χίτλερ… ο οποίος ήταν κάθε άλλο παρά σινεφίλ!
Π. Ντέμετζ: Πράγματι, ο κινηματογράφος δεν τον ενδιέφερε. Και πήρε κάμποσο καιρό μέχρι να βρεθεί στο σινεμά. Ήταν 16-17 χρονών όταν πήγε για πρώτη φορά και μάλιστα σε μία προβολή στα πλαίσια της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Εκεί βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το ζήτημα της πορνείας και της σύφιλης. Πρόκειται για ένα σοκ, στο οποίο αναφέρθηκε και αργότερα, ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, το 1943.
DW:Την περίοδο ανάμεσα στο 1933-1939 όμως ο Χίτλερ άρχισε να παρακολουθεί μανιωδώς κινηματογραφικές παραγωγές. Γιατί πιστεύετε ότι άλλαξε η στάση του;
Π. Ντέμετζ: Σε αυτό σίγουρα φέρει κάποια ευθύνη ο Γιόζεφ Γκαίμπελς (σ.σ. Υπ. Προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας). Αλλά φυσικά και η δική του μεταστροφή σχετικά με το θέμα αυτό. Με τους βοηθούς του, τους σοφέρ του δηλαδή, με τους οποίους κυκλοφορούσε τη δεκαετία του 1920 στο Μόναχο, πήγαινε και στον κινηματογράφο – όχι μόνο για μπίρα ή σε καμπαρέ. Τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά η Εύα Μπράουν, η οποία δούλευε για τον Χάινριχ Χόφμαν (σ.σ. η Ε. Μπράουν δούλευε στο φωτογραφικό εργαστήριο του Χ. Χόφμαν, ο οποίος έγινε αργότερα ο φωτογράφος του Χίτλερ). Ο Χόφμαν ζητούσε από την Ε. Μπράουν να καθίσει δίπλα στον Χίτλερ στο σινεμά. Από τότε ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του Χίτλερ για τις ταινίες. Αυτό βέβαια μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος. Από τότε και έπειτα το ενδιαφέρον του περιοριζόταν μόνο σε ειδησεογραφικές παραγωγές. Το ενδιαφέρον του λοιπόν για τον κινηματογράφο αφορά μόνο την περίοδο 1933-1939.
DW: Ο Γ. Γκαίμπελς από την άλλη πλευρά είχε διαφορετική σχέση με το θέμα, αφού ήδη από το 1933 ανέλαβε την αναδιάρθρωση του κινηματογράφου. Συνειδητοποίησε νωρίτερα τη σημασία του για την εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα;
Π. Ντέμετζ: Ακόμη και ο ίδιος ο Γκαίμπελς άργησε να πάει για πρώτη φορά κινηματογράφο. Η πρώτη αναφορά στο ημερολόγιό του χρονολογείται το 1924. Τότε, σε ηλικία 27 ετών, έγραφε για τον βωβό κινηματογράφο της Σκανδιναβίας, όπου παρατηρούσε τις εκφράσεις των ηθοποιών και τις διαφορές τους από εκείνες των Γερμανών. Ο Γκαίμπελς έμεινε παρόλα αυτά πιστός στον κινηματογράφο. Ίσως και εξαιτίας της αρμοδιότητάς του στο υπουργείο Προπαγάνδας.
DW: Όχι μόνο ο Χίτλερ, αλλά και ο Γκαίμπελς έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για βρετανικές και αμερικάνικες παραγωγές, για το Χόλυγουντ. Αυτό είναι θέμα που έχει συζητηθεί και αναλυθεί αρκετά μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μία μεγάλη αντίθεση, αν συγκρίνει κανείς τιςπαραγωγές αυτές με τιςγερμανικές ταινίες προπαγάνδας εκείνης τηςεποχής. Πως το εξηγείτε αυτό;
Π. Ντέμετζ: Υπάρχουν διάφοροι λόγοι. Για τον Γκαίμπελς υπήρχε συχνά η προσδοκία να πάρει λίγη από την αύρα της επιτυχίας των αμερικάνικων παραγωγών. Προσπαθούσε να φτιάξει πολεμικές ταινίες, οι οποίες να έχουν απήχηση στο ευρύ κοινό. Το καλύτερο παράδειγμα πετυχημένης πολεμικής ταινίας ήταν η χολυγουντιανή παραγωγή «Mrs. Miniver», του 1942. (…) Παρόλα αυτά δεν τα κατάφερε ποτέ. Για τον Χίτλερ οι λόγοι ήταν αρκετά διαφορετικοί. Αυτός έψαχνε τον εαυτό του στις ταινίες, πρόκειται για μία διαρκή αναζήτηση της βιογραφίας του. Μία από τις αγαπημένες του ταινίες ήταν για παράδειγμα το «Viva Villa!», μία ταινία που αναφέρεται στον μεξικανό επαναστάτη Πάντσο Βίλα. Ο Χίτλερ έβλεπε τον εαυτό του σαν έναν επαναστάτη του λαού. Επιπλέον ο Χίτλερ αναζητούσε στις ταινίες συχνά τη σύγκρουση ανάμεσα σε πατέρα και γιο – πιθανότατα λόγω των δικών του, πολύπλοκων, οικογενειακών σχέσεων.