Ο υποψήφιος για τη διαδοχή της καγκελαρίου Άγγελας Μέρκελ στο συντηρητικό στρατόπεδο, ο Άρμιν Λάσετ, πέρασε στην επίθεση χθες βράδυ, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικού ντιμπέιτ με τους βασικούς αντιπάλους του, στην προσπάθειά του να αντιστρέψει την τάση που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με τις οποίες η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) οδεύει σε ήττα στις βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Αυτό που φάνταζε αδιανόητο ως ακόμη πριν από μερικές εβδομάδες μοιάζει πλέον πιθανό: το δεξιό κόμμα της καγκελαρίου, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), και το βαυαρικό αδελφό κόμμα, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), να επιστρέψουν στην αντιπολίτευση για πρώτη φορά από το 2002.
Δημοσκόπηση του ινστιτούτου INSA που δημοσίευσε χθες Κυριακή η εφημερίδα Bild φέρει τη συντηρητική παράταξη να μην προσελκύει παρά το 21% των προθέσεων ψήφου, από 34% στις αρχές της χρονιάς, να έχει πλέον υποσκελιστεί από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του Όλαφ Σολτς (24%), παραμένοντας πάντως μπροστά από τους Πράσινους της Αναλένας Μπέρμποκ (17%).
Πανικός
Η εφημερίδα έκανε λόγο για «κατάσταση πανικού» στο συντηρητικό στρατόπεδο, που κυριαρχεί στη γερμανική πολιτική ζωή από το 1949.
Ο Άρμιν Λάσετ, όχι και πολύ δημοφιλής, αναγνώρισε χωρίς περιστροφές τις δυσκολίες στο πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ της εκστρατείας.
«Έχω αντιμετωπίσει αντίθετο άνεμο επανειλημμένα, όπως και σήμερα», παραδέχθηκε. Διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα πως πάντα κατάφερνε να τον ξεπεράσει, χάρη στη «σιγουριά» του, την «αξιοπιστία» του, την «εσωτερική του πυξίδα». «Δεν αισθανόμαστε όλοι μας τους ανέμους της αλλαγής να μας χτυπάνε καταπρόσωπο; Σε εποχές όπως αυτή, χρειαζόμαστε σιγουριά, αξιοπιστία, εσωτερική πυξίδα. Αυτό προσφέρω».
Ο πρωθυπουργός του πολυπληθέστερου ομόσπονδου κρατιδίου, της Ρηνανίας-Βόρειας Βεστφαλίας, υπό κανονικές συνθήκες γνωστός για τη μετριοπάθεια και την χαλαρότητα που επιδεικνύει, δεν είχε άλλη επιλογή από το να γίνει βίαιος, να περάσει στην επίθεση στην τηλεοπτική συζήτηση που μεταδόθηκε από το ιδιωτικό τηλεοπτικό δίκτυο RTL.
Δεν δίστασε να καταφερθεί εναντίον της γερμανικής πολιτικής στο Αφγανιστάν — παρότι πρόκειται για την πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση συνασπισμού η μείζων παράταξη στην οποία είναι η δική του, με τον κ. Σολτς να είναι αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών.
Κατά τον κ. Λάσετ, η βιαστική αποχώρηση των δυνάμεων του NATO αποτελεί «καταστροφή για τη Δύση και για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση» της Γερμανίας. Αποπειράθηκε να προβάλει τον εαυτό του ως άνθρωπο που θα φέρει αλλαγή.
Όμως στιγμιαία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Forsa έδειξε ότι το 36% των τηλεθεατών θεώρησε πως παρά την προσπάθεια του κ. Λάσετ να αντεπιτεθεί, ο κ. Σολτς αναδείχθηκε καθαρός νικητής του ντιμπέιτ (36%), μπροστά από την κυρία Μπέρμποκ (30%), με τον υποψήφιο των συντηρητικών να έρχεται τρίτος (25%).
«Κυβέρνηση της αριστεράς»;
Ο Άρμιν Λάσετ επισείει τον κίνδυνο, όπως το βλέπει, να σχηματιστεί κυβέρνηση της αριστεράς στη Γερμανία μετά τις βουλευτικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, όταν η Άγγελα Μέρκελ θα πάρει τη σύνταξή της έπειτα από 16 χρόνια στην καγκελαρία.
Οι δημοσκοπήσεις δεν αποκλείουν την πιθανότητα να σχηματιστεί κυβερνητικός συνασπισμός άνευ προηγουμένου, με το SPD, τους οικολόγους και το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς Die Linke.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί σας είναι τόσο δύσκολο να αποκλείσετε το ενδεχόμενο να συμμετάσχετε σε κυβέρνηση με το Die Linke!», πέταξε ο κ. Λάσετ στον κ. Σολτς, που προτίμησε να παραμείνει αόριστος στο θέμα αυτό.
Αρκούσε αυτό για να αντιστραφεί η τάση για την παράταξη της κυρίας Μέρκελ;
Διόλου σίγουρο.
Ο κ. Λάσετ χρειαζόταν να κερδίσει χθες καθαρά το ντιμπέιτ για να έχει ελπίδες πως θα περάσει ξανά μπροστά. Ο υποψήφιος του SPD έχει προβάδισμα και στο υποθετικό ερώτημα της απευθείας εκλογής καγκελαρίου και σε αυτό του ποιος είναι ο πιο «συμπαθής», με το 38%, έναντι μόλις ενός 22% του υποψηφίου της συντηρητικής παράταξης.
Ο φόβος της ήττας είναι τόσο μεγάλος στη γερμανική κεντροδεξιά που η προεκλογική στρατηγική τροποποιείται τις τελευταίες εβδομάδες. Καθώς δεν καταφέρνει να επιβληθεί, ο υποψήφιος Άρμιν Λάσετ χρειάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω, να αφήσει να πάρουν τον πρώτο λόγο άλλες προσωπικότητες της παράταξης.
Ο ίδιος ο κ. Λάσετ έφθασε να παραδεχθεί στο ντιμπέιτ ότι δεν είναι ο μοναδικός αντιπρόσωπος της «ομάδας του CDU».
Χωρίς να προκαλεί ενθουσιασμό, ο κ. Σολτς από την πλευρά του εμπνέει εμπιστοσύνη στην κοινή γνώμη λόγω της κυβερνητικής εμπειρίας του, κάτι που οι δύο αντίπαλοί του στερούνται.
«Ο Όλαφ Σολτς μερκελοποιείται», διαπίστωσε το περιοδικό Der Spiegel. Ο σοσιαλδημοκράτης της κεντρώας τάσης αποπειράται να εμφανιστεί ως ο μοναδικός αληθινός κληρονόμος της καγκελαρίου, σε βαθμό τέτοιο που μοιάζει να έχει οικειοποιηθεί μερικά από τα τικ της — όπως το να ενώνει τα χέρια μπροστά στον κορμό του, με τους αντίχειρες και τους δείκτες να σχηματίζουν ρόμβο. Έχει καταφέρει εξάλλου ως εδώ να αποφύγει τα σοβαρά σφάλματα, κάτι για το οποίο δεν μπορούν ακριβώς να καυχηθούν οι αντίπαλοί του.
Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, η επόμενη κυβέρνηση ενδέχεται να αποδειχθεί ιδιαίτερα περίπλοκο να σχηματιστεί, με πλειάδα πιθανών συνδυασμών, συμπεριλαμβανομένης – για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1950 – μιας κυβέρνησης τριών κομμάτων. Κάτι που θα μπορούσε να γίνει παράγων αστάθειας στη γερμανική πολιτική ζωή.