Δεν είναι ξεκαθαρισμένο αν η Γερμανία έχει αποφασίσει ποια θέλει να είναι σε δέκα χρόνια. Τον ρόλο της «ηγετικής δύναμης» στην Ευρώπη τον υιοθέτησε το 2010 απρόθυμα, αμήχανα, μάλλον καθυστερημένα. Το πληθυσμιακό και το οικονομικό της μέγεθος ωστόσο δεν αφήνουν πολλά περιθώρια. Αν θέλει να επιβιώσει, να διατηρήσει την ευημερία και το επίπεδο του κοινωνικού κράτους της, είναι αναγκασμένη να τρέχει με τις ταχύτητες που κινούνται οι ανταγωνιστές της.
Αν υπάρχει «θετική» πλευρά των τελευταίων διεθνών εξελίξεων, αυτή είναι ότι έχει καταστεί πλέον απολύτως σαφές ότι η υπερβολική εξάρτηση, τα μονοπώλια και η αφέλεια μπορούν να προκαλέσουν τεράστια –υπαρξιακών διαστάσεων– προβλήματα. Το ζητούμενο είναι πώς ασκεί κανείς σήμερα έξυπνη πολιτική, πώς επιτυγχάνει το σωστό μίγμα στις συνεργασίες και εν τέλει πώς επιτυγχάνει την απεξάρτηση από παλιούς εταίρους.
«Ήρθαμε την κατάλληλη στιγμή. Πιο κατάλληλη δε γινόταν!», δήλωνε την προηγούμενη εβδομάδα στη Σιγκαπούρη ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Μαζί με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς, επισκέφθηκαν τη Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ, διαφημίζοντας τη «νέα εμπορική στρατηγική» της Γερμανίας στον Ινδοειρηνικό.
Είναι όμως πράγματι τώρα η κατάλληλη στιγμή για την αναζήτηση εταίρων στην περιοχή; Οι περισσότεροι Γερμανοί αναλυτές σχολιάζουν ότι το Βερολίνο, αφοσιωμένο χρόνια στην Κίνα, άργησε εγκληματικά να «ανακαλύψει» τη νοτιοανατολική Ασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 2020, όταν υπουργός Εξωτερικών ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Χάικο Μάας, συντάχθηκε για πρώτη φορά έγγραφο στρατηγικής της γερμανικής κυβέρνησης για τον Ινδοειρηνικό.
Πλέον οι παίκτες έχουν τοποθετηθεί. Οι ΗΠΑ έχουν εδώ και χρόνια το χέρι τους στην περιοχή, το ίδιο η Κίνα.
Χρειάστηκαν ένας πόλεμος, μια ενεργειακή κρίση και η τουλάχιστον αμφιλεγόμενη στάση του Πεκίνου για να αντιληφθεί το Βερολίνο ότι πρέπει επειγόντως να βρεθούν κι άλλες… πορτοκαλιές, για την περίπτωση που τα κινεζικά «πορτοκάλια» αποδειχθούν μελλοντικά… ξινά.
Η Γερμανία είναι εντελώς απροετοίμαστη π.χ. για το ενδεχόμενο στρατιωτική επίθεση της Κίνας στην Ταϊβάν να πυροδοτήσει κυρώσεις σε βάρος του Πεκίνου και –μεγέθους πολλαπλάσιου της σημερινής– καταστροφή στη γερμανική οικονομία, παραδέχεται ο υπουργός Οικονομίας.
Προβλήματα
Όμως η όψιμη επιχείρηση «γοητείας» του Βερολίνου δεν αναμένεται εύκολη. Στα 16 χρόνια της θητείας της στην καγκελαρία, η Άγγελα Μέρκελ επισκέφθηκε 12 φορές την Κίνα, αλλά μόλις μια φορά την Ινδονησία, τη Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ.
Από το περασμένο καλοκαίρι ωστόσο τα δρομολόγια πύκνωσαν. Η υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπέρμποκ επισκέφθηκε τη Δημοκρατία του Παλάου, την Ινδονησία και την Ιαπωνία. Ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Ο Όλαφ Σολτς έκανε το τρίτο του ταξίδι στην Ασία από την έναρξη της θητείας του.
Καγκελάριος και αντικαγκελάριος δεν κουράζονταν να επαναλαμβάνουν ότι η Γερμανία χρειάζεται και άλλους εταίρους στην περιοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει πλήρη αποσύνδεση από την Κίνα, η οποία παραμένει, λέει ο κ. Σολτς «σημαντικός οικονομικός και εμπορικός εταίρος» και ταυτόχρονα «συστημικός αντίπαλος», όπως καταγράφεται στην προγραμματική συμφωνία των κυβερνητικών κομμάτων.
Ενδεχόμενη σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας για την Ταϊβάν θα έφερνε (και) τη Γερμανία σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Γι’ αυτό το Βερολίνο όχι απλώς τρέχει να προλάβει το ινδοειρηνικό «τρένο», αλλά αισθάνεται πως δεν έχει άλλη επιλογή. Κι αν αυτές οι χώρες απέχουν πολύ, όπως αναγνώρισε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, από τις γερμανικές προτεραιότητες σε θέματα κλιματικής προστασίας, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προστασίας των μειονοτήτων, ακόμη και κοινωνικών προτύπων; «Αν περιμέναμε να συνεργαστούμε μόνο με ομοϊδεάτες μας, θα είχαμε μεγάλο πρόβλημα», έχει δηλώσει επανειλημμένα ο Πράσινος υπουργός Οικονομίας, αναφερόμενος κυρίως στο πρόσφατο φλερτ με τις αραβικές χώρες, εν μέσω ενεργειακής κρίσης.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις χώρες της Ασίας. Το συμφέρον της βιομηχανικής εξαγωγικής Γερμανίας αποδείχθηκε πως είναι να μοιράσει τις συνεργασίες της όσο περισσότερο μπορεί – και γρήγορα. Άλλωστε ο καγκελάριος Σολτς, περιγράφοντας το «δόγμα» του για τη γερμανική εξωτερική πολιτική, έχει επανειλημμένα προβλέψει ότι ο κόσμος θα γίνει πολυπολικός και ότι ανάμεσα στις «μεγάλες δυνάμεις» έπειτα από 20 χρόνια θα είναι η Ινδονησία και το Βιετνάμ, η Βραζιλία και η Αργεντινή, η Νιγηρία και η Νότια Αφρική. Έτσι, όταν π.χ. η γερμανική κυβέρνηση υπερασπίζεται το δικαίωμα της Σενεγάλης να εκμεταλλευτεί τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της, το κίνητρο είναι πιθανόν κατά 50% η άσκηση εξωτερικής πολιτικής στη βάση θεμελιωδών αξιών και άλλο τόσο η προσδοκία μελλοντικής συνεργασίας στην ενέργεια.
Το πρόβλημα ωστόσο είναι αφενός πόσο εύκολο είναι να περιοριστεί η εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από την Κίνα και αφετέρου πόσο προετοιμασμένη είναι πραγματικά η Γερμανία για συνεργασίες σε συγκεκριμένα ζητήματα με άλλες χώρες. Οι χώρες του Ινδοειρηνικού, αναφέρει η εφημερίδα Die Welt, μοιάζουν επιφυλακτικές ως προς την ερμηνεία της «νέας εμπορικής πολιτικής» του Βερολίνου. Η γερμανική πλευρά δεν προσέφερε ιδιαίτερη σαφήνεια αυτές τις ημέρες.
Οικονομία συν πολιτική και νέα «Στρατηγική για την Κίνα»
Γίνεται όμως χωρίς την πολιτική; Τα προηγούμενα χρόνια, η κυρία Μέρκελ προτιμούσε να αφήνει την οικονομία να ανοίγει δρόμους, ποντάροντας στο δόγμα που ήθελε εμπορικούς εταίρους να μην έχουν λόγο να στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου.
Η θεωρία αυτή όμως έχει πλέον καταρρεύσει και το προβάδισμα στην αγορά έχει οδηγήσει σε αναμφισβήτητες στρεβλώσεις. Ο επικεφαλής της Deutsche Bank Κρίστιαν Σέβινγκ, ο οποίος συμμετείχε στην αποστολή στην Ασία, δήλωσε ότι τα 33 χρόνια που είναι τραπεζίτης δεν έχει δει ποτέ κόσμο με τόσους πολλούς κινδύνους. «Πολιτική, ρυθμιστικές αρχές και επιχειρήσεις είναι απαραίτητο να συνεργαστούν», τόνισε. Είναι σίγουρα δύσκολοι καιροί, όταν ένας τραπεζίτης συμφωνεί με έναν σοσιαλδημοκράτη και έναν πράσινο πολιτικό.
Πρώτο βήμα: οι επενδυτικές εγγυήσεις για τις γερμανικές εταιρίες στο εξωτερικό (με άλλα λόγια την Κίνα) περιορίζονται πλέον σημαντικά κι εντάσσονται σε αυστηρότερο πλαίσιο.
Καθώς ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος και ο πράσινος αντικαγκελάριος αναζητούσαν νέους εμπορικούς δρόμους στην Ασία, πίσω στο Βερολίνο η Πράσινη υπουργός Εξωτερικών άφηνε να διαρρεύσει το προσχέδιό της για τη νέα «Στρατηγική της κυβέρνησης για την Κίνα».
Στο κείμενο 59 σελίδων που αποκάλυψε το Γερμανικό Πρακτορείο (dpa), προτάσσονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και ασκείται δριμεία κριτική στην κινεζική κυβέρνηση για παραβιάσεις στην επαρχία Σιντζιάνγκ και στο Θιβέτ.
Η τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα παίζει σημαντικό ρόλο στη μελλοντική διαμόρφωση των διμερών οικονομικών σχέσεων, προβλέπεται στο κείμενο, ενώ δεν αποκλείεται η επιβολή κυρώσεων από την ΕΕ.
Επιπλέον, η Γερμανία στο εξής σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές όπλων θα λαμβάνει υπόψη το εάν θα χρησιμοποιηθούν για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή καταπίεση του πληθυσμού.
Το υπουργείο Εξωτερικών αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ανάγκη περιορισμού της εξάρτησης της γερμανικής οικονομίας από την Κίνα και διαφοροποίησης των αλυσίδων εφοδιασμού, αλλά και στη σημασία της απεξάρτησης της ΕΕ από την τεχνολογική πρόοδο τρίτων χωρών «οι οποίες δεν συμμερίζονται τις αξίες μας».
Στο προσχέδιο της νέας στρατηγικής επισημαίνεται ακόμη η αύξηση της κινεζικής επιρροής στα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία, τονίζεται, πρέπει και για αυτόν τον λόγο να ενταχθούν το συντομότερο δυνατό στην ΕΕ, ενώ γίνεται αναφορά και στην εξέλιξη της Κίνας σε στρατιωτική δύναμη, «με την ανάπτυξη των ικανοτήτων της και τη συμπεριφορά της να ζημιώνει τα συμφέροντα ασφάλειας της Ευρώπης».
Η δημοσιοποίηση του προσχεδίου προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο την έντονη αντίδραση του Πεκίνου, που κατηγόρησε τη Γερμανία ότι, χαρακτηρίζοντας την Κίνα «ανταγωνιστή» και «συστημικό αντίπαλο», υιοθετεί θέσεις που αποτελούν «κληρονομιά της σκέψης του Ψυχρού Πολέμου». Επιπλέον, η Κίνα απέρριψε τις «προσβολές» για τα «επονομαζόμενα» ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων «με ψεύδη και φήμες».
Αν στόχος του υπουργείου Εξωτερικών είναι να καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη τη συνεργασία με την Κίνα, το έγγραφο που ετοίμασε θα συνεισφέρει σημαντικά. Το προσχέδιο ωστόσο θα περάσει από αρκετά υπουργεία, με σημαντικότερο αυτό της Οικονομίας. Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, αν και επίσης Πράσινος, έχει περάσει ήδη αρκετό χρόνο στο πόστο κι έχει ικανή γεύση από κρίσεις ώστε να έχει αποκτήσει διαφορετική προσέγγιση στην ισορροπία ιδεολογίας και ρεαλισμού.
Από την πλευρά του, ο καγκελάριος μπορεί να αναφέρεται συχνά στην οικονομική ισχύ της Γερμανίας, να προαναγγέλλει πως θα αποκτήσει τον«ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη», αλλά δύσκολα θα περιγράψει τη χώρα του ως «ηγέτη» οπουδήποτε. «Βλέπει τον ρόλο της Γερμανίας περισσότερο ως ρόλο συντονιστή», εξηγεί η Zeit σε σχόλιό της.
Έστω κι υπό πίεση όμως, ο Όλαφ Σολτς επιδιώκει τώρα ισχυρές συμμαχίες και νέες ισορροπίες, προσπαθώντας –λέει ο ίδιος– να είναι ταυτόχρονα αποφασιστικός και συνετός. Κάπως έτσι βλέπει επίσης τη γερμανοκινεζική σχέση: πρέπει να απορριφθούν οι μονομερείς εξαρτήσεις, αλλά χωρίς οικονομική αποσύνδεση. Με άλλα λόγια, θέλει ο κόσμος να μπει σε τάξη, βάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα πάνω απ’ όλα… αλλά αυτά τα τελευταία θα χρειαστεί να περιμένουν, μέχρι να κατοχυρωθεί η οικονομική ασφάλεια της Γερμανίας.