Σφοδρή επίθεση κατά του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Αλέξη Τσίπρα, για όσα εκείνος δήλωσε την Δευτέρα το βράδυ στον τηλεοπτικό σταθμό Star σε σχέση με ανάρτηση του βουλευτή Παύλου Πολάκη, εξαπέλυσε η κυβέρνηση, δια του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη.

Σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Παραπολιτικά FM», ο υπουργός Επικρατείας κατηγόρησε τον τέως πρωθυπουργό, ότι «αναγνωρίζοντας πως ήταν επαρκείς οι εξηγήσεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας – γιατί κι αυτό έχει τη σημειολογία του, επίσης ας θυμηθούμε ότι ως πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας ήταν αρειμάνιος καπνιστής παρανόμως – πρώτον απεδέχθη (σ.σ. ο πρώην πρωθυπουργός) την προτροπή από το πολιτικό του προσωπικό προς τους πολίτες να παρανομούν. Να κατανοήσουμε ότι πρόκειται για μια παράνομη πράξη, υπήρξε μια μετακίνηση, η οποία υπήρξε παράνομη», ζήτησε ο Γ. Γεραπετρίτης, που συνέχισε:

«Δεύτερον, με τον τρόπο αυτό ο πρώην πρωθυπουργός ουσιαστικά απεδέχθη ότι ο συγχρωτισμός δεν βλάπτει. Εδέχθη ως επαρκή την αιτιολόγηση του κ. Πολάκη ότι ο ίδιος ως γιατρός έχει υποβληθεί σε τεστ, αλλά δεν μας είπε τι θα συνέβαινε στην περίπτωση κατά την οποία οι υπόλοιποι συνδαιτημόνες του κ. Πολάκη του μετέδιδαν τον ιό και τον μετέφερε σε ένα νοσοκομείο». Τρίτον και το βασικότερο, με τον τρόπο αυτό ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι «δεν πρέπει να προφυλασσόμαστε. Καλώς ή κακώς έχω την αίσθηση ότι ο πρώην πρωθυπουργός έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα.

Έχει υιοθετήσει ένα υγειονομικό αντιμνημόνιο σε μια λογική ότι, ‘ναι, θα καβαλήσουμε το ρεύμα για να κάνουμε αντιπολίτευση στην κυβέρνηση που δεν κάνει τίποτε καλά, έχουμε έναν κορονοϊό Μητσοτάκη, αλλά από την άλλη πλευρά αποδεχόμαστε εμμέσως ότι όλο αυτό ίσως είναι μια υπερβολή, υπό την έννοια ότι θα βρεθούν και πέντε άνθρωποι να πιούν τις ρακές τους και να διασκεδάσουν, δεν είναι και προς καταστροφή’.

Με τον τρόπο αυτό», επιχειρηματολόγησε ο υπουργός, «απορρίπτει όλα τα επιστημονικά δεδομένα, στέλνει ένα λάθος μήνυμα στην κοινωνία και ουσιαστικά φθάνει σε μια λογική πλήρους αποστροφής της επιστήμης».

Παραλλήλως ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε τη «μεγάλη εντύπωση» που του έκανε η πρόταση του τέως πρωθυπουργού για υπουργό Υγείας κοινής αποδοχής. «Θα πρέπει ο υπουργός αυτός να αποδέχεται τα πορίσματα της επιστήμης. Ο κύριος Τσίπρας αποδεχόμενος αυτό που έπραξε ο κ. Πολάκης ουσιαστικά διέγραψε μονοκονδυλιά την επιστήμη, όπως διέγραψε μονοκονδυλιά και τον κ. Τσιόδρα, τον οποίο περιέλαβε σε ένα σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ στοχοποιώντας τον για άλλη μια φορά. Ο κ. Τσίπρας δεν είναι κάτι διαφορετικό από τον κ. Πολάκη και δεν είναι κάτι διαφορετικό από όλους εκείνους τους αρνητές των επιστημονικών δεδομένων», κατηγόρησε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και συμπλήρωσε:

«Ο κ. Τσίπρας είναι αρνητής των επιστημονικών δεδομένων, όπως αυτές εκφράζονται από το βασικό μας επιδημιολόγο, τον κ. Τσιόδρα. Ο ίδιος και οι συν αυτώ εφημερίδες έχουν προβεί σε μια συστηματική επίθεση κατά του κ. Τσιόδρα. Διεμβολίζοντας την ακεραιότητα του ανθρώπου δεν κάνει κάτι άλλο από το να απορρίπτει τα επιστημονικά δεδομένα. Και τα απέρριψε και χθες», δήλωσε επιμένοντας ότι δεν νοείται πολιτικό πρόσωπο να παραβιάζει τη νομοθεσία και ο αρχηγός, ο τέως πρωθυπουργός, να υιοθετεί αυτήν την πρακτική.

Με την πρόσθετη διαβεβαίωση ότι η κυβέρνηση δεν έχει παρεκκλίνει από εκείνα που της εισηγήθηκαν οι επιστήμονες, ο Γ. Γεραπετρίτης ανέφερε ακόμη ότι είτε προέρχεται από την κοινωνία είτε από την πολιτική οποιαδήποτε παραβίαση του κανόνα, αυτό συνιστά λάθος μήνυμα, όταν όμως προέρχεται από την πολιτική, αυτό έχει μια μεγαλύτερη απαξία.

Στο ερώτημα γιατί δεν συναινεί η κυβέρνηση στην πρόσκληση της αντιπολίτευσης για σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε ότι ο φυσικός χώρος ανταλλαγής των απόψεων είναι η Βουλή και ο νυν πρωθυπουργός έχει έλθει στη Βουλή περισσότερες φορές από κάθε άλλο πρωθυπουργό. Θα βρεθεί και την Πέμπτη «για να γίνει μια συζήτηση με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, με δική του πρωτοβουλία, για να ενημερώσει το Σώμα και δια αυτού τον ελληνικό λαό για το τι συμβαίνει στο κομμάτι της υγείας. Σεβόμαστε απολύτως τον ελληνικό λαό, με διαφάνεια, με ακεραιότητα, εμείς επιζητούμε την κριτική και λογοδοτούμε στο Κοινοβούλιο και τον ελληνικό λαό», διαβεβαίωσε για να καταλήξει, «άποψή μου είναι ότι δεν χρειάζεται Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, για αυτό υπάρχει η Βουλή. Το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών θα πρέπει να συγκαλείται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες υπάρχει μια ακραία κατάσταση, που απαιτεί μια μεγαλύτερη εθνική συμπόρευση, την οποίαν εμείς την αναζητούμε και μάλιστα μέσα στη Βουλή».

Ερωτηθείς για το πρόβλημα που παρουσιάσθηκε με την πλατφόρμα της εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αφού παρατήρησε εισαγωγικώς ότι «η αντιπολίτευση είναι στην εντατική από άποψη επιχειρημάτων», διευκρίνισε ότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ενταχθεί στην πλατφόρμα της Cisco, με έδρα το Λονδίνο για την παροχή όλων των εξ αποστάσεως εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Πρόκειται για μια δωρεά της Cisco προς ορισμένες χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και το σύστημα κατέπεσε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, συνεπώς δεν είναι μόνο ελληνικό το πρόβλημα.

Όπως υποστήριξε μάλιστα ότι το σύστημα λειτουργούσε αρχικώς αλλά κατέπεσε όταν μπήκαν σε αυτό, λόγω διαφοράς της ώρας, οι μαθητές από Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία. Υπήρχε επικοινωνία της υπουργού Παιδείας με την Cisco έτσι ώστε να μην υπάρξουν περαιτέρω προβλήματα και θα υπάρξει αναβάθμιση δικτύων. «Μου κάνει όμως πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι θέλησε η αξιωματική αντιπολίτευση -αγνοώντας ότι πρόκειται για πανευρωπαϊκό πρόβλημα- να επιμείνει στη στρεβλή εικόνα ότι πρόκειται για ένα δικό μας ζήτημα και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να παραιτηθεί η κυρία Κεραμέως. Και να αντιδιαστείλω την υπεύθυνη στάση εκ μέρους του Κινήματος Αλλαγής και του κοινοβουλευτικού του εκπροσώπου, του κ. Λοβέρδου, ο οποίος αμέσως έκανε διορθωτική δήλωση». Κλείνοντας παρατήρησε ότι θα είχε τεράστιο δημοσιονομικό κόστος το να φτιάξει κανείς τη δική του πλατφόρμα.

Αναφερόμενος στο πώς θα επιδράσει η εκλογή Μπάιντεν, αρχικώς διευκρίνισε ότι «δεν θα υπάρξει αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής εκ βάθρων -ποτέ δεν συνέβη αυτό στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών- το βέβαιον όμως είναι ότι υπό την Προεδρία του Μπάιντεν η Ελλάδα προσβλέπει σε μια εξαιρετικά αγαστή συνεργασία. Ήδη ήταν εξαιρετικά καλές οι ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, τώρα έτι περαιτέρω υπάρχει ένας λόγος αναβάθμισης της καλής αυτής σχέσης, η προσωπική γνωριμία του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών με τον πρωθυπουργό μας -και αυτό θα αποτελέσει μια καλή μαγιά στις περαιτέρω εξελίξεις. Η εκλογή Μπάιντεν θα αποτελέσει βάση για μεγαλύτερη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου», προέβλεψε εξάλλου ο υπουργός με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι το μεσοδιάστημα ως την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων από το νέο Πρόεδρο παραδοσιακά είναι ένα αδρανές διάστημα.

Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά ειδικότερα, «υπήρξε μια κίνηση, που θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ως καλής θέλησης, η επικοινωνία Τσαβούσογλου προς τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών. Η απάντηση της ελληνικής πλευράς είναι εξαιρετικά σθεναρή, δεν πρόκειται να προβούμε σε καμία απολύτως συζήτηση ενόσω υπάρχει η έξοδος του τουρκικού ερευνητικού σε ελληνική υφαλοκρηπίδα». Σε κάθε περίπτωση «αναμένονται οι επόμενες κινήσεις για να δούμε αν υπάρχουν γνήσιες προθέσεις από την πλευρά της Τουρκίας για αποκλιμάκωση». Και, υπογραμμίζοντας τις «πολύ σημαντικές, σχεδόν τεκτονικές, αλλαγές στο εσωτερικό της Τουρκίας», διαβεβαίωσε κλείνοντας ότι «είμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση».

Στα θέματα της οικονομίας ο υπουργός Επικρατείας ανέφερε ότι «εμείς φροντίζουμε να έχουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα αποθέματα για να μπορούμε να διαχειριστούμε την κρίση έστω και αν είναι μια κρίση που θα διαρκεί επί μακρόν. Δεν πρόκειται να υποκύψουμε στην εύκολη ρητορεία να τα δώσουμε όλα και να ξεμείνουμε». Τόνισε δε, ότι «το πακέτο Νοεμβρίου είναι ένα μεγάλο πακέτο, κοντά στα 3,3 δισ., να έχουμε το μέγεθος τι σημαίνει αυτό για την ελληνική οικονομία».

Στην καταληκτική ερώτηση για το πώς θα είναι οι εορτές σε 1,5 μήνα από τώρα, απάντησε ότι «θα κάνουμε Χριστούγεννα, όχι τα Χριστούγεννα τα οποία ονειρευόμασταν και έχουμε συνηθίσει, πάντοτε με προφυλάξεις». Δήλωσε, ωστόσο, «αισιόδοξος» ότι «θα μπορέσουμε να αποσυμπιέσουμε την πίεση που υπάρχει στο σύστημα υγείας και το Δεκέμβριο να κερδίσουμε τουλάχιστον τα Χριστούγεννα».