Το καθεστώς Πούτιν είναι «καταδικασμένο, όπως ήταν και η Σοβιετική Ένωση όταν εισέβαλε στο Αφγανιστάν» υποστηρίζει ο πρώην πρέσβης της Γαλλίας στη Ρωσία Μισέλ Ντικλό, σημειώνοντας ωστόσο ότι η Δύση αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχουν ακόμη πλήρως κατανοήσει τον χαρακτήρα αυτού του καθεστώτος.
«Η κυρίαρχη αφήγηση στον κόσμο είναι ότι η Ρωσία είναι θύμα των αμαρτιών μας στο παρελθόν, ότι ταπεινώθηκε μετά την πτώση του τείχους, το οποίο και εξηγεί, γιατί καμία αναδυόμενη χώρα δεν έχει ακόμη καταγγείλει τη ρωσική επίθεση. Αυτός είναι ένας λόγος που είναι επίσης πολύ διάχυτος στη γαλλική πολιτική τάξη. Ωστόσο, η ταπείνωση άλλαξε πλευρά! Μετά από όσα έκανε στην Τσετσενία, τη Συρία, την Κριμαία, το Καζακστάν και το Μάλι, πώς μπορεί ο Πούτιν να λέει ακόμα, ότι απειλείται και ταπεινώνεται από τη Δύση;» αναφέρει στη γαλλική εφημερίδα Les Échos ο πρώην πρέσβης. Σημειώνει ότι οι ισχυροί άντρες είναι πάντα αδύναμοι, διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν να καταπιέσουν την κοινή γνώμη τους, ενώ επισημαίνει, ότι οι Ρώσοι «βρήκαν τον δάσκαλό τους», καθώς ο Ουκρανός Πρόεδρος με την υπέροχη χρήση των κοινωνικών δικτύων κατάφερε, κατά κάποιο τρόπο, να στρέψει αυτό το όπλο εναντίον τους… Υποστηρίζει ότι «το καθεστώς Πούτιν είναι καταδικασμένο, όπως και η Σοβιετική Ένωση εισβάλλοντας στο Αφγανιστάν», καθώς, κατά τη γνώμη του, «ο ρωσικός λαός έχει εξελιχθεί, η ελίτ είναι πολύ μορφωμένη και δεν θα ανέχεται για πάντα ότι οι πόλεμοι του Κρεμλίνου μπορεί να προκαλέσουν τόσους πολλούς θανάτους».
Θεωρεί επίσης ότι οι κυρώσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη δύναμη και ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη ανοικοδόμησης της αποτρεπτικής ικανότητας της Ευρώπης, διορθώνοντας την απόκλιση με τη Ρωσία και επενδύοντας μαζικά στις πιο εξελιγμένες τεχνολογίες, όπως είναι οι υπερηχητικοί πύραυλοι. «Η ρωσική πυρηνική ενέργεια είναι μια αξιόπιστη απειλή, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Αυτή η κάλυψη θα πάρει χρόνο, ίσως είκοσι χρόνια, αλλά μπορούν να ληφθούν μέτρα τώρα, για να αποδυναμωθούν οι ρωσικές δυνάμεις. Π.χ. η στέρησή τους από ημιαγωγούς θα μειώσει την δύναμη της τεχνολογικής ενόχλησής τους», αναφέρει.
Χαρακτηρίζει ακόμη την εγκατάλειψη του Κιέβου εξαιρετικά επικίνδυνη για την Δύση, διότι αυτό «θα ενθάρρυνε τον Πούτιν, όπως άλλοτε τον Μιλόσεβιτς και θα είχε αντίκτυπο ως προς την ισχύ της Δύσης, ιδιαίτερα έναντι των αναδυόμενων χωρών».
Εκφράζει την ανησυχία του για τις χώρες της Βαλτικής, τη Μολδαβία και τη Γεωργία, ενώ θεωρεί ότι υπάρχει ένας κίνδυνος και στα Βαλκάνια, όπου, όπως παρατηρεί, η Ευρώπη υποχώρησε σε αντίθεση με τον αγώνα επιρροής της Ρωσίας. Εκτιμά, ότι η Ρωσία μπορεί να αποσταθεροποιήσει την Πολωνία με κυβερνοεπιθέσεις, αλλά έχει λίγες πιθανότητες να την καταλάβει», ενώ δεν αποκλείει μία κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν, «εάν οι επιχειρήσεις αποδειχθούν καλές για τον Πούτιν».
Θεωρεί, τέλος, ότι ο Γάλλος πρόεδρος είχε μία «ουσιαστική» διπλωματική δράση πριν από τη ρωσική εισβολή, τονίζοντας ότι η Γαλλία καλείται να γίνει και πάλι ο πυλώνας της ευρωπαϊκής ασφάλειας, καθώς διαθέτει πυρηνική δύναμη, ισχυρό στρατό και έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά και γιατί η εξάρτησή της από την Κίνα και τη Ρωσία είναι πολύ μικρότερη από αυτή της Γερμανίας.
Στην ίδια εφημερίδα και στο ίδιο μήκος κύματος ο ιδιαίτερα γνωστός Γάλλος διεθνολόγος Ντομινίκ Μοϊσί χαρακτηρίζει τον Πούτιν «θανάσιμο κίνδυνο» για τον πλανήτη, εκτιμά ότι κανένα μεγάλο έθνος, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, δεν μπορεί να τον ανεχτεί για πολύ και διερωτάται, ταυτόχρονα, αν η εισβολή στην Ουκρανία θα είναι για τον Πούτιν η αρχή της αρχής του τέλους, όπως ήταν για τον Ναπολέοντα η εισβολή στη Ρωσία το 1812. Υποστηρίζει, ότι ο Πούτιν είναι πολύ πιο εύθραυστος από όσο φαίνεται και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να κατηγορήσει κάποια στιγμή τον Λαβρόφ ότι δεν τον προειδοποίησε επαρκώς για τους κινδύνους μιας εισβολής στην Ουκρανία. «Αφελής στον απόλυτο κυνισμό του, ο Πούτιν παρέβλεψε εντελώς τον συναισθηματικό αντίκτυπο της καταστροφικής διαδικασίας που εφάρμοζε, καθώς, ακόμη και οι πιο εφησυχασμένοι υποστηρικτές του, εκείνοι που διαβεβαίωναν χθες με σιγουριά, ότι “δεν θα εισέβαλε ποτέ στην Ουκρανία”, αποστασιοποιούνται από αυτόν.»
Ως προς την Κίνα, εκτιμά, ότι όσο περισσότερο διαρκεί η ουκρανική αντίσταση, τόσο περισσότερο θα αποστασιοποιείται από τη Ρωσία, επισημαίνοντας ότι το Πεκίνο δεν άσκησε βέτο αλλά απλώς απείχε από την ψηφοφορία στο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που καταδικάζει την εισβολή στην Ουκρανία.