Έξι ινδουιστές καταδικάστηκαν στο Πατανκότ της βόρειας Ινδίας, για τον ομαδικό βιασμό και τον φόνο, πέρυσι, ενός κοριτσιού, που ήταν μουσουλμάνα, ένα περιστατικό το οποίο προκάλεσε εθνοτικές ταραχές στη χώρα.
Ένας έβδομος κατηγορούμενος αθωώθηκε. Ξεχωριστή δικαστική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη εναντίον ενός όγδοου κατηγορούμενου, ο οποίος έχει δηλώσει ότι ήταν ανήλικος την εποχή του συμβάντος και θα δικαστεί ξεχωριστά.
Τρεις από τους κατηγορούμενους, ανάμεσά τους και ένας αξιωματούχος του χωριού, κρίθηκαν ένοχοι για βιασμό και φόνο και καταδικάστηκαν σε ισόβια. Τρεις άλλοι, που κατηγορούνταν για δωροδοκία και ότι κατέστρεψαν αποδεικτικά στοιχεία στη διάρκεια της έρευνας, καταδικάστηκαν σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Σύμφωνα με την έκθεση των ερευνητών, το οκτάχρονο κοριτσάκι ήταν θύμα ινδουιστών χωρικών, οι οποίοι ήθελαν να τρομοκρατήσουν τη νομαδική, μουσουλμανική φυλή στην οποία ανήκε, τους Μπακαρουάλς, προκειμένου να τους αναγκάσουν να φύγουν από την περιοχή.
Το στυγερό έγκλημα διαπράχθηκε σε νότια περιοχή των κρατιδίων Τζαμού και Κασμίρ, σε μια περιοχή όπου ζουν κυρίως ινδουιστές, όταν στα κρατίδια η πλειονότητα των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι.
“Ο βιασμός της Κάτουα”, το όνομα της περιοχής όπου βρίσκεται το χωριό, θεωρήθηκε ως σύμπτωμα της εθνοτικής αντιπαράθεσης που έχει ξεσπάσει, υπό την ηγεσία των εθνικιστών ινδουιστών, που βρίσκονται στην εξουσία από το 2014.
Τον Ιανουάριο του 2018, το οκτάχρονο κορίτσι απήχθη και στη συνέχεια οι δράστες την νάρκωσαν και την κράτησαν σε έναν ινδουιστικό ναό. Το άψυχο κορμί της βρέθηκε πεταμένο μερικές ημέρες μετά την εξαφάνισή της. Σύμφωνα με τη νεκροψία, την στραγγάλισαν και τη χτύπησαν με πέτρες.
Η εισαγγελία ανακοίνωσε ότι θα εξετάσει την απόφαση, προτού αποφασίσει αν θα ασκήσει έφεση. Η οικογένεια του θύματος, που δεν ήταν παρούσα στη δίκη, ήλπιζε να επιβληθεί στους έξι κατηγορούμενους η θανατική ποινή.
Η υπόθεση είχε προκαλέσει διαδηλώσεις κατά της σεξουαλικής βίας σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ινδίας και όξυνε την ένταση στην πόλη Τζαμού, σε τέτοιο σημείο, που η δίκη χρειάστηκε να μεταφερθεί στο γειτονικό κρατίδιο Πεντζάμπ.
Εκατοντάδες αστυνομικοί είχαν αναπτυχθεί γύρω από το δικαστήριο καθώς, και την πόλη Κάτουα και τις γύρω περιοχές, ωστόσο δεν υπήρξαν ταραχές.