Η νομοθεσία για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος στην Ευρώπη είναι αυστηρή, η υλοποίησή της όμως δεν είναι. Η Κομισιόν υπόσχεται βελτίωση. Επίκαιρη αφορμή οι αποκαλύψεις στα λεγόμενα FinCΕΝ Files.
Αίσθηση προκαλούν και στις Βρυξέλλες οι αποκαλύψεις των αποκαλούμενων FinCEN Files, εμπιστευτικών εγγράφων από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών που δημοσιοποίησε η Διεθνής Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (International Consortium of Investigative Journalists) και αναφέρονται σε αμφιλεγόμενες συναλλαγές μεγάλων τραπεζών, όπως η Deutsche Bank, η JP Morgan, η Barclays, αλλά και η τουρκική Aktif Bank. Η Αυστριακή ευρωβουλευτής Έβελιν Ρέγκνερ λέει ότι οι αποκαλύψεις αυτές καθιστούν σαφές πως οι τράπεζες δεν σέβονται τους κανονισμούς που οι ίδιες έχουν θεσπίσει και παρακάμπτουν τις ισχύουσες διατάξεις για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος. “Οι αρμόδιες αρχές φαίνονται ανήμπορες να αντιδράσουν, πόσες αποκαλύψεις ακόμη πρέπει να γίνουν μέχρι να κλείσουμε τη στρόφιγγα χρηματοδότησης για τους εγκληματίες με διεθνή δικτύωση;” διερωτάται η ευρωβουλευτής των σοσιαλδημοκρατών (SPÖ).
Σύμφωνα με τον Μάρκους Φέρμπερ, εκπρόσωπο των Χριστιανοδημοκρατών στην Ευρωβουλή για θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, “αυτοί που ξεπλένουν χρήματα και οι συνεργάτες τους επωφελούνται από το ότι τα κράτη-μέλη εφαρμόζουν τη νομοθεσία με μισή καρδιά και δεν συντονίζονται μεταξύ τους ενώ δεν υπάρχει μία ευρωπαϊκή εποπτική αρχή με ουσιαστικές αρμοδιότητες παρέμβασης”. Κι όμως, η ΕΕ έχει ήδη εγκρίνει πέντε νομοθετικές πράξεις για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος, οι οποίες μεταξύ άλλων οδήγησαν στη σύσταση, σε όλα τα κράτη-μέλη, της αποκαλούμενης Financial Intelligence Unit (FUI), η οποία καλείται να εξετάσει όλες τις ύποπτες συναλλαγές. Στη Γερμανία η ομάδα FUI υπάγεται στις τελωνειακές αρχές. Αλλά όπως επισημαίνει η Άντγιε Τίλμαν, εκπρόσωπος των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) στη γερμανική Βουλή δεν διαθέτει ούτε τις απαραίτητες αρμοδιότητες, ούτε επαρκές προσωπικό. Από την πλευρά του ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Ντανιέλ Φεριέ, δηλώνει ότι το πρόβλημα είναι παλαιό και γνωστό στις ευρωπαϊκές αρχές, για να προσθέσει ότι, θεωρητικά, η ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι “η πιο σκληρή σε όλον τον κόσμο”, αλλά το ζήτημα είναι να εφαρμόζεται κιόλας. Ήδη τον περασμένο Μάιο η Κομισιόν είχε επισημάνει ότι πολλά κράτη-μέλη δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις της ισχύουσας νομοθεσίας, απειλώντας μάλιστα με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παράβαση της Συνθήκης.
Κεντρική αρχή για την πλήρη εφαρμογή της νομοθεσίας;
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Transparency International μόνο έντεκα κράτη-μέλη έχουν ενσωματώσει πλήρως τη σχετική νομοθεσία στο εθνικό τους δίκαιο. Μάλιστα η συνεργάτις της οργάνωσης στις Βρυξέλλες, Λορ Μπριγιό, τονίζει ότι σε 25 από τις 27 χώρες της ΕΕ εδρεύουν τράπεζες που επανειλημμένα έχουν διενεργήσει ύποπτες συναλλαγές. “Η ΕΕ πρέπει επειγόντως να κάνει περισσότερα για να καταπολεμήσει το ξέπλυμα χρήματος”, επισημαίνει. “Χρόνο με τον χρόνο βλέπουμε καινούρια σκάνδαλα με την Ευρώπη, να προσφέρει ασφαλές λιμάνι για τους δράστες αλλά και για τα κλεμμένα χρήματα”. Από τον περασμένο Μάιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υποσχεθεί να καταθέσει προτάσεις μέχρι τις αρχές του 2021 για τη σύσταση μίας κεντρικής ευρωπαϊκής αρχής για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος, οι οποίες ωστόσο θα πρέπει να εγκριθούν από τα κράτη-μέλη. Μέχρι να αναλάβει δράση μπορεί να περάσουν χρόνια. Εκτός αυτού η Κομισιόν θέλει να θεσπίσει από το 2021, την υποχρεωτική συνεργασία ανάμεσα στις εθνικές ομάδες FUI, με στόχο την πληρέστερη ανταλλαγή στοιχείων και καλών πρακτικών.
Στις αρχές της χρονιάς, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) θωρακίστηκε με νέες αρμοδιότητες για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος. Ωστόσο δεν μπορεί να επέμβει στο έργο της αρμόδιας εθνικής αρχής (για παράδειγμα της BaFin στη Γερμανία), παρά μόνο να συντονίσει τις εθνικές αρχές ή να απευθύνει έκκληση για άμεση παρέμβαση. Ο Βρετανός οικονομικός αναλυτής Γκρέιαμ Μπάροου εκτιμά ότι οι τράπεζες δεν έχουν ουσιαστικό κίνητρο για να αποκηρύξουν ύποπτες συναλλαγές, από τις οποίες θεωρητικά μπορούν να κερδίσουν πολλά χρήματα. Επί του παρόντος, επισημαίνει, οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να δώσουν εθνικές λύσεις σε ένα διεθνές και διασυνοριακό πρόβλημα. Η λύση, κατά την άποψή του: “Μία πανευρωπαϊκή Αρχή θα άλλαζε τους κανόνες του παιχνιδιού. Εμείς σεβόμαστε τα εθνικά σύνορα, αλλά οι εγκληματίες δεν κάνουν κάτι τέτοιο. Πρέπει να δράσουμε το ίδιο υπερεθνικά, όπως και εκείνοι”.
Μαύρη λίστα με “ύποπτες” χώρες
Την 1η Οκτωβρίου η ΕΕ θέτει σε ισχύ έναν νέο κατάλογο χωρών, οι οποίες θεωρούνται τα “μαύρα πρόβατα” στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε συναλλαγή με τράπεζες ή επιχειρήσεις στις χώρες αυτές είναι κατά τεκμήριο ύποπτη. Η επικαιροποιημένη μαύρη λίστα περιλαμβάνει τις εξής χώρες: Μπαχάμες, νησιά Μπαρμπέϊντος, Μποτσουάνα, Καμπότζη, Γκάνα, Τζαμάικα, Μαυρίκιος, Μογγολία, Μιανμάρ, Νικαράγουα, Παναμάς, Ζιμπάμπουε. Άλλες έξι χώρες, που υποσχέθηκαν να συνεργαστούν με την ΕΕ για την αποτελεσματική καταπολέμηση του μαύρου χρήματος, έχουν αφαιρεθεί πλέον από τον κατάλογο. Πρόκειται για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τη Γουϊάνα, το Λάος, την Αιθιοπία, τη Σρι Λάνκα και την Τυνησία.
Για πολλά χρόνια στις χώρες που ξέπλεναν χρήμα περιλαμβανόταν και η Κύπρος, χώρα-μέλος της ΕΕ. Εκεί είχαν την έδρα τους εκατοντάδες χιλιάδες εταιρείες-σφραγίδες, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά “βρώμικου” χρήματος, κυρίως από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Ωστόσο, αυτό το “αναπτυξιακό μοντέλο” αλλάζει πλέον. Ήδη τα τελευταία χρόνια, υπό την πίεση των ΗΠΑ- και όχι της ΕΕ- οι κυπριακές τράπεζες έχουν κλείσει χιλιάδες τραπεζικούς λογαριασμούς.
Πηγή: Deutsche Welle