Σε μια κατηγορηματική διάψευση ως προς το γεγονός ότι φέρεται να έχει υπογράψει τη δήλωση συνταγματολόγων αναφορικά με τη Γνωμοδότηση Ντογιάκου προχώρησε ο καθηγητής Φίλιππος Σπυρόπουλος σημειώνοντας παράλληλα ότι ο ίδιος έχει αντίθετη άποψη προς τη δήλωση αυτή.
Με επιστολή του στην Καθημερινή, ο καθηγητής ξεκαθαρίζει με σαφήνεια ότι δεν είναι μεταξύ αυτών που υπογράφουν τη δήλωση των συνταγματολόγων. Και όχι μόνο. Υπογραμμίζει πως «η άποψή μου για το ζήτημα είναι τελείως αντίθετη προς τη δήλωση των συναδέλφων καθηγητών».
Συγκεκριμένα στην επιστολή του σημειώνει ότι:
«Φέρομαι (“Κ” της 12.1.2023, σελ. 4) ότι συνυπέγραψα δήλωση με συναδέλφους καθηγητές του συνταγματικού δικαίου σε σχέση με τη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 1/2023 που αφορά το γνωστό ζήτημα των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ και της δικαστικής αρχής.
Ουδέποτε συνυπέγραψα τη δημοσιευθείσα δήλωση. Σημειώνω δε ότι η άποψή μου για το ζήτημα είναι τελείως αντίθετη προς τη δήλωση των συναδέλφων καθηγητών.
Μετά τιμής
Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος»
Σημειώνεται πως χθες κυκλοφόρησε δήλωση καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου στην οποία τονιζόταν πως «οι υπογραφόμενοι ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο στις δύο παλαιότερες νομικές σχολές και τα άλλα πανεπιστήμια της χώρας, εκφράζουμε τη ζωηρή μας ανησυχία για την υπ’ αριθμ. 1/2023 γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου»
Σε αυτή αναφερόταν μεταξύ αυτών που τη συνυπέγραφαν και ο κ. Σπυρόπουλος ο οποίος με την επιστολή του αποσαφήνισε και τη θέση του, κυρίως όμως το γεγονός πως δεν έχει υπογράψει τη δήλωση αυτή, δεδομένου ότι οπως τονίζει έχει διαφορετική άποψη.
Σε κάθε περίπτωση πάντως και από τη δήλωση των καθηγητών προκύπτει πως η διαφωνία συνδέεται με το περιεχόμενο της Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως να αποτυπώνεται με σαφήνεια αν και κατά πόσο δικαιούται να προχωρήσει σε αυτή.
Τονίζεται μόνο σε σημείο της δήλωσης «σε κάθε περίπτωση, ενόψει της εκκρεμούς δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων, η έκδοση της ανωτέρω γνωμοδότησης ήταν άτοπη, διότι, όπως έχει αποφανθεί παλαιότερα η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, γνωμοδοτήσεις δεν εκδίδονται για υποθέσεις «επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές». Και τούτο, «προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους». (ΓνωμΕισΑΠ 10/2018, 15/2021 και 3/2022). Για το ζήτημα άλλωστε του αθέμιτου επηρεασμού εκκρεμών δικών έχουν αποφανθεί από μακρού οι Ολομέλειες τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάθε φορά που η κυβερνώσα πλειοψηφία θέλησε να παρακάμψει την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης [ΑΠ(Ολ.)40/1988, ΣτΕ(Ολ.) 542/1999, 677/2010]»
Ακολουθούν τα ονόματα των καθηγητών μεταξύ των οποίων και αυτό του κ. Σπυρόπουλου που προχώρησε στη σχετική διάψευση:
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ευάγγελος Βενιζέλος (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Γιώργος Δελλής (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Δρόσος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ακρίτας Καϊδατζής (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Ιφιγένεια Καμτσίδου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Αλέξανδρος Κεσσόπουλος (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Ξενοφών Κοντιάδης (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), Χαράλαμπος Κουρουνδής (Ανοικτό Πανεπιστήμιο), Παναγιώτης Μαντζούφας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Λίνα Παπαδοπούλου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Νίκος Παπασπύρου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Φίλιππος Σπυρόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιώργος Σωτηρέλης (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Τασόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Βασιλική Χρήστου (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Από την πλευρά της πάντως η κυβέρνηση εξακολουθεί να καλεί όλες τις πλευρές να αποφεύγουν τις παρεμβάσεις προς τη Δικαιοσύνη και να τονίζει ότι οι νόμοι τους οποίους επικαλείται ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εφαρμόζονται εκτός αν κριθούν αντισυνταγματικοί από το Συμβούλιο της Επικρατείας.