Με άρθρο του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος, αναφέρεται στον προσφάτως αποβιώσαντα Χένρι Κίσινγκερ και στη συμβολή του στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Αναλυτικά το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου στα ΝΕΑ
«Για τον Χένρι Κίσινγκερ έχουν διατυπωθεί πολλοί χαρακτηρισμοί. Ο πιο απλός και αυταπόδεικτος είναι πώς υπήρξε μακρόβιος. Έζησε ενεργός πολλές δεκαετίες μετά τη λήξη της κυβερνητικής του θητείας. Είχε τον χρόνο να αναστοχαστεί και γύρω από τις πολιτικές και διπλωματικές του επιλογές και πρακτικές και γύρω από τις θεωρητικές του απόψεις. Κοινός παρονομαστής και των δυο πτυχών του αποτυπώματός του στις διεθνείς σχέσεις είναι η βαριά αίσθηση της Ιστορίας. Μελέτησε διπλωματική Ιστορία και είναι προφανές ότι ήθελε να γράψει το δικό του κεφάλαιο στην παγκόσμια διπλωματική Ιστορία όχι ως συγγραφέας αλλά ως πρωταγωνιστής. Έστω ως σχεδόν πρωταγωνιστής στο πλευρό δυο Προέδρων των ΗΠΑ. Δεν είχε άλλωστε τις συνταγματικές προϋποθέσεις να φανταστεί τον εαυτό του ως πρόεδρο, οπότε η θέση του υπουργού των Εξωτερικών, για ένα μάλιστα διάστημα και του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, ήταν το second best. Δεν είναι προφανώς ίδιο να αναφέρεσαι στον Ρίτσαρντ Νίξον και στον Τζέραλντ Φορντ. Ο πρώτος, παρά τον ταπεινωτικό τρόπο με τον οποίο έληξε η προεδρική του θητεία, είχε στρατηγική και θαρραλέα θεώρηση της εξωτερικής πολιτικής. Οι πρωτοβουλίες του σκιάστηκαν από καταλυτικά στοιχεία της προσωπικότητάς του και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις αλλά δεν έχασαν μακροπρόθεσμα την ιστορική τους σημασία.
Η σχέση του Κίσινγκερ με κρίσιμα κεφάλαια της ελληνικής Ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα έχει υπονομεύσει εδώ και πενήντα χρόνια την πρόσληψη της προσωπικότητάς του από την ελληνική κοινή γνώμη. Αυτή όμως η τραυματική και αρνητικά φορτισμένη σχέση με τη μνήμη του Κίσινγκερ μας επιβάλλει να προσεγγίζουμε με πιο πολύπλοκο και ρεαλιστικό ταυτόχρονα τρόπο τα πράγματα ιδίως τώρα που η ελληνοαμερικανική στρατηγική εταιρική συνεργασία γίνεται με ευρεία εσωτερική συναίνεση αποδεκτή ως πυλώνας της ελληνικής πολιτικής ασφάλειας. Ο Κίσινγκερ δεν εμφανίστηκε προφανώς ποτέ ως «φιλέλληνας», η ελληνοαμερικανική κοινότητα δεν διαμόρφωσε μαζί του μια προνομιακή σχέση. Ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ ότι γνώμονάς του ήταν μια ρεαλιστική, κατά πολλούς κυνική, αντίληψη για την προώθηση των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων και ότι για τον σκοπό αυτό η συνεργασία με αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα ήταν μια απολύτως αποδεκτή πρακτική. Ο ρόλος των προσώπων δεν είναι ποτέ αμελητέος. Οι συσχετισμοί των δυνάμεων και το γεωπολιτικό υπόβαθρο είναι όμως το υπόστρωμα κάθε στρατηγικής. Η εξαιρετικά έντονη προσωπικότητα του Κίσινγκερ αντί να αναδεικνύει εντέλει τον ρόλο των προσώπων και τον βολονταρισμό στην εξωτερική πολιτική, αναδεικνύει τη σημασία των γεγονότων και των καταστάσεων. Ίσως αυτή να είναι εκ των υστέρων η παράδοξη συμβολή του Κίσινγκερ στην προώθηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και στην αυτοσυνειδησία της ελληνικής εθνικής στρατηγικής.»