Μια εθνική τραγωδία μετατράπηκε σε πεδίο πολιτικής εργαλειοποίησης από την αντιπολίτευση. Το αφήγημα της δήθεν συγκάλυψης έχει καταρρεύσει ολοσχερώς αφού, μετά την επικύρωση της γνησιότητας των τριών βίντεο, ήρθαν στη δημοσιότητα πορίσματα που παραπέμπουν στα έλαια σιλικόνης ως αιτία της πυρόσφαιρας.
Η περίπτωση του ΕΟΔΑΣΑΑΜ ήρθε απλά να αναδείξει ότι το αφήγημα που χτίστηκε τους τελευταίους μήνες πατώντας σε θεωρίες συνωμοσίας είχε ως στόχο να προκληθεί φθορά της κυβέρνησης και πολιτική αποσταθεροποίηση.
Η εργαλειοποίηση του πόνου των συγγενών αλλά και των πολιτών ήταν το όπλο όσων έσπειραν τον σπόρο της αμφιβολίας σε μια προσπάθεια να επανεμφανισθούν φαινόμενα διχασμού και να αναπαραχθεί η τοξικότητα. Βασίστηκαν στο γεγονός πως η κυβέρνηση δεν θα έμπαινε ποτέ στη διαδικασία να χρησιμοποιήσει στοιχεία της ανάκρισης προκειμένου να απαντήσει στις θεωρίες συνωμοσίας που ξεκίνησαν από πολιτικούς αρχηγούς, χρησιμοποιήθηκαν από τρολ και, στη συνέχεια, αποτέλεσαν την αιχμή μιας αντιπολιτευτικής τακτικής και από τα συστημικά κόμματα.
Η πρόταση δυσπιστίας, η Προανακριτική και τα δριμύ κατηγορώ βασίστηκαν στη δήθεν συγκάλυψη. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησαν ανοικτά τον πρωθυπουργό ως «ενορχηστρωτή της συγκάλυψης», δηλαδή του δήθεν μπαζώματος, προκειμένου να μη βρεθούν στοιχεία ενός παράνομου υλικού που, όλα δείχνουν, ότι απλά δεν υπήρξε.
Κόμματα που υποτίθεται πως εκπροσωπούν διαφορετικούς κόσμους συνέπραξαν, συνδιαμόρφωσαν και συνυπέγραψαν μια πρόταση δυσπιστίας που αρχίζει και τελειώνει στις αναφορές του πορίσματος του ΕΟΔΑΣΑΑΜ περί ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομου φορτίου.
Η παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου δείχνει ότι πλέον το θέμα λαμβάνει άλλες διαστάσεις αφού τίθεται ζήτημα εξαπάτησης της κοινής γνώμης προκειμένου ν΄ αντιδράσει και να δημιουργηθεί πολιτικό θέμα.
Η ολοκλήρωση της ανάκρισης θα δώσει με ακρίβεια τις παραμέτρους της υπόθεσης και όλοι θα κληθούν ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους. Ειδικά όλοι όσοι επέλεξαν να πλήξουν τους θεσμούς, να στοχοποιήσουν πρόσωπα, να δολοφονήσουν χαρακτήρες.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».