Η πράξη του Βαλεντίν Ίντσκο μία εβδομάδα πριν από το τέλος του διατάγματος είναι, δυστυχώς, πιθανό να σηματοδοτήσει μία καινούργια φάση στη σύγχρονη ιστορία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και όλων των Βαλκανικών χωρών. Είναι ακόμα η «γη του κανένα», αλλά τώρα όχι επειδή η διεθνής κοινότητα δεν ενδιαφέρεται για αυτές, αλλά επειδή στο υπάρχον σύστημα συνεργασίας, οι Βαλκάνιοι είναι το «φθηνότερο» πιόνι στην κοινή σκακιέρα των διεθνών σχέσεων της Ευρώπης.

Τα νέα από τη Βαλκανική Χερσόνησο γίνονται ολοένα και πιο ανησυχητικά. Το θέμα της άσκησης δίωξης για την άρνηση της γενοκτονίας, το οποίο ακούστηκε μέσω των Ρωσικών μέσων μαζικής ενημέρωσης τον Ιούλιο-όταν ο κόσμος παραδοσιακά θυμάται τα προσβλητικά λόγια των Σέρβων για τα γεγονότα στη Σρεμπρένιτσα το 1995-είναι απλώς η πιο πρόσφατη εσκεμμένη προσπάθεια να προκληθεί εθνική διαμάχη στην περιοχή.

Ο Βαλεντίν Ίντσκο, επικεφαλής του γραφείου του Ύπατου Εκπροσώπου της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από το 2009, εκμεταλλεύτηκε τις ονομαζόμενες Bonn powers και εισήγαγε μία τροποποίηση στη νομοθεσία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης έτσι ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά της άρνησης της γενοκτονίας και του εγκωμιασμού των εγκλημάτων πολέμου. Ας θυμηθούμε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμφωνίας του Dayton, τέτοιες άμεσες προσθήκες στο κρατικό σύστημα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από τον ‘Υπατο Εκπρόσωπο θα πρέπει να γίνουν πλήρως αποδεκτές από τους φορείς και χωρίς τροποποιήσεις. Όμως, εικάζεται ότι οποιαδήποτε τέτοιου είδους πράξη από έναν διεθνή εκπρόσωπο θα πρέπει να είναι λογική στη φύση της και να συμβάλλει στην εθνική συμφιλίωση και σταθερότητα. ‘Ετσι, λαμβάνοντας υπόψιν την τρομερά αρνητική στάση των Σέρβων και τους ενθουσιασμένους στην πράξη Βόσνιους, (η απουσία τουλάχιστον κάποιας κοινής αντίληψης της πρωτοβουλίας), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Βαλεντίν Ίντσκο ενήργησε με έναν βολουνταριστικό τρόπο ακόμη και σε μία κατάσταση όπου, εξαιτίας του τέλους του διατάγματος, δεν φέρει καμία ευθύνη για τα αποτελέσματα των πράξεών του.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας για την Νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς επίσης και τα κριτήρια για την ένταξη των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση,  βασίζονται σε δύο σημαντικές αρχές τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χρησιμοποιήσει με πολλούς τρόπους εδώ και δύο δεκαετίες για να ασκήσει πίεση στις πολιτικές ελίτ του μετά -Γιουγκοσλαβίας χώρου με σκοπό να μειώσει πιθανές διαμάχες στην περιοχή και να δημιουργήσει μία «κοινωνία ασφάλειας» στη σφαίρα των γεωπολιτικών ενδιαφερόντων τους: η συνεργασία με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης και η ανάπτυξη τοπικής συνεργασίας και δεσμών. Ας μην αρνηθούμε το γεγονός ότι αυτή η πολιτική δεν ήταν καθόλου επιτυχημένη. Παρόλα αυτά, μέχρι το τέλος του 2000,οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας είχαν καταφέρει να ξεκινήσει ένας σχεδόν σταθερός διμερής διάλογος. Τα θέματα της εθνικής διαμάχης, θα φαινόταν ότι έδωσαν χώρο σε μία πιο ήπια κατανόηση του ότι κανένας από τους ντόπιους δε χρειαζόταν έναν Βαλκανικό πόλεμο. Όμως, μέχρι τα μέσα του 2010,η διεθνής εικασία γύρω από τα Βαλκάνια άρχισε να αλλάζει, και βλέπουμε μία αναβίωση του Βαλκανικού εθνικισμού. Επιπλέον, δε μπορούμε να πούμε ότι αυτό προέκυψε από πρωτοβουλία των τοπικών πολιτικών ελίτ.

Εδώ είναι απλά χρονολογική σειρά μικρών μεμονωμένων αλλά έντονων επεισοδίων τα οποία έχουν καλύψει το συναισθηματικό φόντο στα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών τα οποία αποτελούνται από πολιτιστικές και πολιτικές χειρονομίες. Στο σύγχρονο κινηματογράφο, το θέμα των εμφυλίων πολέμων και του εθνικού ξεκαθαρίσματος στην πρώην Γιουγκοσλαβία παραμένει πολύ δημοφιλές. Ο εγχώριος κινηματογράφος είναι αφοσιωμένος σε αυτό, κάτι που μπορεί να φανεί και στις Αμερικανικές ταινίες.

Παρόλα ταύτα, ήταν το 2020 όταν αυτές οι ταινίες βγήκαν στον κινηματογράφο και διανεμήθηκαν σε όλα τα κράτη το ένα μετά το άλλο. Στο πλαίσιο συναισθηματικού περιεχομένου, είναι απαίσιες, εκούσια αναζωπυρώνουν τη βαθιά εθνική απόρριψη των Σέρβων, Κροατών και Βόσνιων. Υπάρχει ένα Βόσνιο φιλμ, με τίτλο «Πού πηγαίνεις, Άιντα », που γυρίστηκε σε συνεργασία με πολλές ηγετικές Ευρωπαϊκές χώρες, σχετικά με τα γεγονότα στη Σρεμπρένιτσα μέσα από τα μάτια των Μουσουλμάνων. Υπάρχει μία Σέρβικη ταινία με τίτλο « Dara from Jasenovac » η οποία βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής το Φεβρουάριο του 2021, σχετικά με τη γενοκτονία των Σέρβων από τους Κροάτες κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο προάγγελός τους ήταν μία ταινία από έναν Κροάτη σκηνοθέτη με τίτλο «Ο Τελευταίος Σέρβος Στην Κροατία »,που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες λίγο νωρίτερα, όπου, καταδικασμένος να επιθυμεί να εξαφανιστεί εντελώς σαν αποτέλεσμα του αμοιβαίου μίσους του ενός για τον άλλο και του αγώνα για αποκλειστική αναγνώριση από έναν κόσμο χωρίς κατανόηση, μπερδεμένο από το ποια είναι η διαφορά ανάμεσά τους, οι Κροάτες και οι Σέρβοι αξίζουν ο ένας τον άλλο. Και οι τρεις μαζί εξάγουν μία ευρεία συλλογιστική στην περιοχή ξανά-πολύ πρόωρα από την πλευρά του διεθνούς πολιτικού πλαισίου-εγείροντας το ερώτημα ανάμεσα στο ευρύ κοινό, σχετικά με το ποια τοπική ομάδα είναι υπεύθυνη για τη δυσμοιρία των Βαλκανίων.

Σε μία σειρά από πολιτικά γεγονότα, ένα ξεχωριστό μέρος καταλαμβάνεται από τον Άλμπιν Κούρτι που ήρθε στην εξουσία το 2020 στην αυτοαποκαλούμενη Δημοκρατία του Κοσσυφοπεδίου (το Μάρτιο του 2020,το δεύτερο υπουργικό συμβούλιο το Μάρτιο του 2021),ο οποίος στην πραγματικότητα αποσύρθηκε από όλες τις διαπραγματεύσεις με το Βελιγράδι σχετικά με έναν πιθανό συμβιβασμό στην ομαλοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στο Βελιγράδι και την Πρίστινα.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι επιθέσεις κατά των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο έχουν αυξηθεί από τότε. Τον Απρίλιο του 2021,την παραμονή της προεδρίας της Σλοβενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπήρξε μία διαρροή του αποκαλούμενου non-paper σχετικά με την εκ νέου χάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια, μία πραγματική παρουσίαση διαφόρων σεναρίων για τη λύση του «Βαλκανικού θέματος» από μία ομάδα Βρετανών ειδικών. Υπονοεί τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας» και της «Μεγάλης Σερβίας», υποθέτοντας ότι το Βελιγράδι θα εγκαταλείψει το Κοσσυφοπέδιο ως αντάλλαγμα για την Δημοκρατία της Srpska και μία πιθανή συνομοσπονδία με τους Μαυροβούνιους. Οι Κροάτες θα αποχωρήσουν από τμήμα της περιοχής της συνομοσπονδίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, και οι Βόσνιοι θα αναγκαστούν είτε να ενταχθούν σε κάποιον ή θα είναι ανεξάρτητο κράτος.

Τον Ιούλιο του 2021, μια σειρά από γεγονότα τα οποία ήταν εντελώς ξένα για την «πολιτική της σταθερότητας και συμφιλίωσης» έλαβαν χώρα. Τα Κοινοβούλια του Μαυροβούνιου και του Κοσσυφοπεδίου υιοθέτησαν λύσεις οι οποίες καταδίκαζαν τη γενοκτονία στη Σρεμπρένιτσα, και ακολουθήθηκαν από τις προηγούμενες τροποποιήσεις στη νομοθεσία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης στην πρόταση του επικεφαλής του γραφείου του Ύπατου Εκπροσώπου. Τελικά, το θέμα ήταν ανούσιο, αλλά ακόμα και έτσι: Οι Κροάτες υιοθέτησαν το πορτραίτο του Σέρβου Νικολά Τέσλα ως σύμβολο του μέλλοντος του Κροατικού ευρώ. Φυσικά, όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με την παραδοσιακή Ευρωπαϊκή ιδεολογική δομή ως εκδήλωση ανοχής και επιθυμίας να δείξουν πόσο πολύ, στην πραγματικότητα, και η υπερηφάνεια και η θλίψη ενώνουν τους λαούς της Βαλκανικής περιοχής. Αλλά, δεδομένου του ευρύτερου διεθνούς πλαισίου, τέτοια εξήγηση δε θα γινόταν πλέον πειστική.

Είναι φανερό ότι η προβολή του προβλήματος των εθνικών αντιθέσεων, φιλοδοξιών και ισχυρισμών συνδέεται με τουλάχιστον δύο καταστάσεις. Πρώτον, τα τελευταία χρόνια το Βελιγράδι έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό σε υποπεριφερειακή μορφή. Είναι δύσκολο να το κατηγορήσουμε για ανεπαρκή συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στο-παραδοσιακά- επίπονο θέμα της κατάστασης στο Κοσσυφοπέδιο και στη Μετόχια. Είναι αυτό που υπήρξε ο υποκινητής της ενδοπεριφερειακής συνεργασίας, συγκεκριμένα η Βαλκανική «μίνι Σένγκεν», με την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία.

Δεύτερον, η Νοτιοανατολική Ευρώπη, περίπου έναν αιώνα πριν, έχει ξαναγίνει πολύ σημαντικός παράγοντας- κοιτώντας το από τη σκοπιά της διεθνούς κατάστασης. Η μονοπωλιακή θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποδυναμωθεί πάρα πολύ μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Εκτοπίστηκε όχι μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αλλά επίσης από το Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο άφησε την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς επίσης από την Τουρκία, τη Ρωσία και την Κίνα και από έναν αριθμό Αραβικών κρατών. Εδώ το Βελιγράδι κέρδισε ξανά ως η μεγαλύτερη και πιο κερδοφόρα πολιτεία σχετικά με τη διαμετακόμιση. Η σχετικά ουδέτερη και πολλαπλής επιρροής εξωτερική πολιτική που εφαρμόστηκε την τελευταία δεκαετία, η οποία έχει αναπτυχθεί ως αποτέλεσμα της αλλαγής της γεωπολιτικής κατάστασης, δεν εξυπηρετείτο συμφέροντα της Δύσης σαν σύνολο. Επιπλέον, η ενδυνάμωση του Βελιγραδιού και η ενδεχόμενη αποκατάσταση της υποπεριφερειακής συνεργασίας μέσα στα σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβίας- χωρίς επιστροφή στην ιδέα κοινού κράτους/η ενοποίηση φέρνει στα θέματα προς συζήτηση το ερώτημα του κατά πόσο είναι εφικτή η διάσπαση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας/Σερβίας και Μαυροβουνίου/Δημοκρατίας της Σερβίας τη δεκαετία του 1990-2000 και τον ρόλο της παγκόσμιας κοινότητας στην-πολύ μεγάλης κλίμακας-πτώχευσης αυτού του τμήματος της Ευρώπης.

Πηγαίνοντας ακόμα παραπέρα η ενδεχόμενη επιτυχία του Βελιγραδίου στην κατοχύρωση και εδραίωση του χώρου γύρω από αυτό- από μία διαφορετική γωνία (πολύ συγκεκριμένη)-δίνει έμφαση στο θέμα δικαιοσύνης για τη Ρωσία, την οργάνωση του μετέπειτα διπολικού κόσμου αντικαθιστώντας, αυτό που κάποτε κυριαρχείτο από τη Δύση, και ενδυναμώνοντας τα επιχειρήματα της Μόσχας και του Πεκίνου σχετικά με την πολυδιάσταση της παγκόσμιας τάξης.

Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι η χειροτέρευση της κατάστασης, παρά η περιφερειακή συμφιλίωση, είναι γενικότερα επωφελής, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε περίπτωση διαμαχών και μη σταθερότητας, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας χάνει το τελευταίο τμήμα του σχεδίου The Belt And Road Project. Για τη Ρωσία, το ενδεχόμενο άνοιγμα ενός «τρίτου μετώπου», για να μην αναφέρουμε την απειλή στο έργο για την ενέργεια- αν δεν είναι αποδεκτό- τότε φέρνει στο χείλος μιας πιθανής πηγής. Σε περίπτωση νέων εντάσεων, η Τουρκία θα βρεθεί εμπλεκόμενη όχι μόνο στην Μέση Ανατολή και το Νότιο Καύκασο αλλά επίσης και στη Βαλκανική Χερσόνησο.

«Η νέα διαμάχη μέτριας έντασης, αρκετά παράξενα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολύ μεγάλη επιτυχία από τη διπλωματία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: το εθνικό πλαίσιο εύκολα μετατρέπει την νέα βία στα Βαλκάνια σε «άλλη μία αντιπαράθεση ανάμεσα στους βαρβάρους», όπου το κεντρικό στοιχείο σε κάθε περίπτωση είναι οι Σέρβοι, «εσκεμμένα ή μη, υποκινούμενοι από τις αυξημένες φιλοδοξίες της Μόσχας».

Αυτό δικαιολογεί πλήρως τις πολιτικές τη δεκαετία του 1990, σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία, και τη Δημοκρατική παράταξη των Ηνωμένων Πολιτειών, εκ της οποίας ο εν ενεργεία Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έπαιξε έναν ενεργό ρόλο εκείνη την περίοδο. Επιτρέπει στη Βρετανία να επιστρέφει ανεξάρτητα στην παραδοσιακά ιστορικά σημαντική Βαλκανική περιοχή και, κατά μία έννοια, να «ξαναπάρει τα χαρτιά» ανάμεσα στη Μέση Ανατολή και την ηπειρωτική Ευρώπη. Όλες μαζί-όχι μόνο να επιβεβαιώσουν τη ρητορική κατά της Ρωσίας και να υπονομεύσουν τα Ρωσικά ενεργειακά έργα, αλλά επίσης να επηρεάσουν την ήδη διαταραγμένη σχέση της Ρωσίας με την Τουρκία.

Η Μόσχα, ενώ σταδιακά γίνεται πιο ισχυρή στα Βαλκάνια, εξαιτίας διαφόρων καταστάσεων, παίρνει μια διφορούμενη θέση σε πολλά τοπικά στρατηγικά θέματα. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία δεν υποστήριξε ανοικτά την αντιπολίτευση του Μαυροβούνιου όταν ήρθε στην εξουσία το 2020 και συγκεκριμένα το υπουργικό συμβούλιο του Krivokapic. Mia έμμεση συνέπεια της θέσης της Μόσχας ήταν όχι μόνο η αναποτελεσματικότητα της, αλλά επίσης το γεγονός ότι βραχυπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψιν την απομάκρυνση και του πατριαρχείου της Σερβίας και του Μαυροβούνιου, η υιοθέτηση μίας λύσης αδιανόητης για ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας, που καταδικάζει τη γενοκτονία στη Σρεμπρένιτσα, η απόλυτη αποτυχία αυτής της πολιτικής ατζέντας, για την οποία οι κάτοικοι του Μαυροβούνιου βγήκαν στους δρόμους για ένα χρόνο, και η Δύση πραγματικά διασφάλισε την μη πιθανότητα δημιουργίας αντίδρασης, δυνατής και έτοιμης να αγωνιστεί για τις ιδέες τους στο Μαυροβούνιο. Για τη Μόσχα, στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τελικά δεν υπάρχει σταθερή και δυνατή στήριξη και στους υποστηρικτές του Djukanovic και ανάμεσα στις βαθμίδες των αντιπάλων του.

Υποβάλλοντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών μία λύση για την αποσυναρμολόγηση της θέσης του επικεφαλής του γραφείου του Ύπατου Εκπροσώπου, και η αποτυχία να επιτευχθεί αυτή η υιοθέτηση, η Μόσχα, παρά τις επιφυλάξεις της, συμφώνησε στην εκλογή νέου εκπροσώπου για τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Αυτά, όπως και άλλα βήματα, επέτρεψαν και στους διεθνείς παίκτες και στις τοπικές πολιτικές ελίτ να δουν τα Βαλκάνια ως μία περιοχή πολύ μικρής σπουδαιότητας για τη Ρωσία, για την οποία θα αγωνιστεί, αλλά μόνο με σκοπό να «ανταλλάξει» τις νίκες της με άλλα διεθνή θέματα. Επιστρέφοντας στις κινηματογραφικές μεταφορές, υπό αυτή την έννοια, η ταινία «Βαλκανικό Σύνορο»(2019),βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και αφιερωμένη στην επέλαση στην Πρίστινα το 1999,γίνεται μία σιωπηλή υπενθύμιση της πραγματικότητας της Ρωσικής πολιτικής στα Βαλκάνια και την ίδια την περιοχή, καθώς επίσης και για τη Μόσχα και για ολόκληρο τον κόσμο. Το 1999 η Ρωσία έκανε το αδιανόητο. Έβγαλε εκτός παιχνιδιού τους Αμερικανούς, πήρε στρατηγική θέση στο αεροδρόμιο Σλάτινα στην Πρίστινα, φέρνοντας εις πέρας μία εξαιρετική επιχείρηση μεταφοράς δυνάμεων από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη στο Κοσσυφοπέδιο. Κέρδισε μία νίκη τακτικής. Και άφησε την περιοχή το 2003,δίνοντας άθελά της την ευκαιρία στους ντόπιους να διεξάγουν προγράμματα κατά των Σέρβων το Μάρτιο του 2004.

Στο ίδιο πλαίσιο, η ταινία του Τανόβιτς «Η Γη του Κανένα»(για τον εμφύλιο πόλεμο στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, που κυκλοφόρησε είκοσι χρόνια πριν, είναι συμβολική κατά ένα δικό της τρόπο. Η ταινία τελειώνει με μία σκηνή στην οποία ένας νεαρός Βόσνιος, εγκαταλελειμμένος από ολόκληρη την διεθνή κοινότητα και συνειδητοποιώντας ότι ο φίλος του-ένας Βόσνιος-και ο εχθρός του, ένας Σέρβος-οι οποίοι ήταν μαζί του τις τελευταίες ώρες, είχαν αλληλοσκοτωθεί μπροστά στα μάτια του ειρηνευτικού σώματος, αφήνεται να πεθάνει στα χαρακώματα μόνος του. Πεθαίνει, επειδή δυσκολεύεται να σηκωθεί από μία εξαιρετικά αποτελεσματική χειροβομβίδα-το πιο πρόσφατο Ευρωπαϊκό μοντέλο- η οποία εκρήγνυται όταν μετακινείται βάρος από πάνω της. Ο θάνατός του θα είναι αργός και επώδυνος, επειδή κανείς δεν τον χρειάζεται και ακόμα και ο Γερμανός ναρκαλιευτής δεν μπορεί να αφοπλίσει αυτό το εξαιρετικά σύγχρονο ναρκοπέδιο.

Η πράξη του Βαλεντίν Ίντσκο μία εβδομάδα πριν από το τέλος του διατάγματος είναι, δυστυχώς, πιθανό να σηματοδοτήσει μία καινούργια φάση στη σύγχρονη ιστορία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και όλων των Βαλκανίων. Είναι ακόμα «η γη του κανένα», αλλά τώρα όχι επειδή η διεθνής κοινότητα δεν ενδιαφέρεται για αυτούς τους λαούς, αλλά επειδή στο υπάρχον σύστημα συνεργασίας, τα Βαλκάνια είναι «το φθηνότερο» πιόνι στην κοινή σκακιέρα των διεθνών σχέσεων στην Ευρώπη. Αυτό που συμβαίνει στα Βαλκάνια είναι πρόκληση. Τα Ηνωμένα Έθνη μπορούν και πρέπει να δημιουργήσουν μία κατάσταση όπου το να τη σταματήσουν, αντί να την αγνοούν, θα είναι περισσότερο επωφελές για αυτό καθώς επίσης για την Άγκυρα, το Πεκίνο και το Βελιγράδι.


*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.