Μέχρι οι δυτικές χώρες να αποκτήσουν βάσιμους λόγους για να πάρουν «διαζύγιο», η θέση τους στην παγκόσμια σκηνή δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευέλικτη. Στις μέρες μας, η σταδιακή διάβρωση της μεταξύ τους ενότητας μπορεί τελικά να αποτελέσει τη βάση για τη συμμετοχή της Ρωσίας και της Κίνας στη διαμόρφωση μιας νέας διεθνούς τάξης όπου οι συνθήκες που θα προκύψουν θα προάγουν τις δικές τους κύριες επιδιώξεις και αξίες.
του Έρολ Ούσερ*
Οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των κορυφαίων κρατών της Ευρώπης αναπτύσσονται προς μια νέα κατεύθυνση· η υφιστάμενη δυναμική δύναται θα διαμορφώσει μια πιο σταθερή διεθνή τάξη στο μέλλον. Ο βασικότερος λόγος έγκειται στη σταδιακή διάβρωση της διατλαντικής ενότητας, η οποία πριν από 30 χρόνια κατέστη σημαντικό εμπόδιο για τη δημιουργία μιας τέτοιας τάξης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η διαδικασία αυτή φαίνεται να είναι αντικειμενική και δύσκολα μπορεί να αντιστραφεί ακόμη και από τις πιο έντονες προσπάθειες των αμερικανικών ή ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Εύλογα, οι δυσκολίες στις σχέσεις μεταξύ των συμμάχων είναι ευρείας κλίμακας. Ο πιο σημαντικός τομέας όπου δραστηριοποιήθηκε η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν αυτός της αποκατάστασης των σχέσεων με τους ευρωπαίους συμμάχους της Ουάσιγκτον, οι οποίες υπονομεύθηκαν σημαντικά, σε συμβολικό και πρακτικό επίπεδο, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των Ρεπουμπλικάνων. Ως επί το πλείστον, εκεί επικεντρώθηκε στις πρόσφατες δηλώσεις του ο Τζο Μπάιντεν, καθώς και στα πρακτικά βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν. Για παράδειγμα, έδωσε τη σιωπηρή του συγκατάθεση στη Γερμανία να ολοκληρώσει την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, στον οποίο αντιτάχθηκε έντονα ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.
«Σε γενικές γραμμές, η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ευρώπη μοιάζει τώρα με μια στρατηγική χαλάρωσης και υποστήριξης των Ευρωπαίων αντί για μια σειρά σκληρών απαιτήσεων».
Ωστόσο, υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτές οι σχέσεις δεν μπορούν πλέον να αποκατασταθούν στο επίπεδο της φιλίας που υπήρχε την περίοδο του Ψυχρού Πόλεμου ή ακόμα και μετά το πέρας του. Η σταδιακά αυξανόμενη ρήξη μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί τη μοναδική εγγύηση επιτυχίας μιας νέας διεθνούς τάξης. Αυτός ο διαχωρισμός αφορά το στρατιωτικο-πολιτικό πεδίο, την οικονομία και τις αξίες, και μπορεί να οδηγήσει στη διάλυση της «κοινότητας» των δυτικών χωρών ως έναν σχετικά αδιαίρετο συνασπισμό κρατών εντός της ευρύτερης διεθνής κοινότητας.
Στον στρατιωτικο-πολιτικό τομέα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζουν πλέον κοινούς κινδύνους. Τα ευρωπαϊκά κράτη ανησυχούν σοβαρά για τα εσωτερικά τους προβλήματα, τα οποία απειλούν τη σταθερότητα των εθνικών πολιτικών συστημάτων. Η διείσδυση ριζοσπαστικών θρησκευτικών αντιλήψεων και η ενίσχυση συντηρητικών συναισθημάτων στην κοινωνία, καθώς και η κατάρρευση των κοινωνικών συστημάτων επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού. Αυτά, συμπεριλαμβανομένης της κατάρρευσης του μοντέλου «κράτος πρόνοιας» που εμφανίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνιστούν προβλήματα που ανησυχούν περισσότερο τους σημερινούς ευρωπαίους ηγέτες. Ωστόσο, στην πράξη δεν ανησυχούν για την αυξανόμενη παγκόσμια επιρροή της Κίνας ή για την αυξημένη γεωπολιτική ανεξαρτησία της Ρωσίας. Το τελευταίο μπορεί, φυσικά, να είναι ενοχλητικό, καθώς τώρα οι Ευρωπαίοι απεμπολούν το βασικό όργανο επιρροής τους στον πανίσχυρο ανατολικό γείτονα.
Αλλά η Ρωσία από μόνη της δεν απειλεί την ύπαρξη ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων, όπως έκανε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η Κίνα είναι γενικά πολύ μακριά, και οι σύγχρονες φιλοδοξίες της Ευρώπης δεν είναι τόσο διευρυμένες που η εφαρμογή τους θα απαιτούσε έντονο ανταγωνισμό με το Πεκίνο. Το πιο σημαντικό είναι ότι τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα της Κίνας και της Ρωσίας δεν αντιπροσωπεύουν μια εναλλακτική λύση μέσα στην Ευρώπη, αλλά συμπληρώνουν, δημιουργώντας συνθήκες για τη σταδιακή δημιουργία σταθερών και αμοιβαία επωφελών σχέσεων.
«Η τρέχουσα επιδείνωση των σχέσεων της Ευρώπης και της Ρωσίας είναι χαρακτηριστική· η στιγμή που τα δύο μέρη συνηθίζουν τη νέα τάξη πραγμάτων που καθορίζει τη σχέση τους και η οποία αναπόφευκτα θα αντικαταστήσει τους κανόνες και τα ήθη που προέκυψαν κατά την περίοδο που η Ρωσία ήταν αδύναμη και η Ευρώπη επεκτεινόταν».
Στον οικονομικό τομέα, οι δεσμοί ενισχύονται συνεχώς μεταξύ Ευρώπης και εκείνων τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν παρά να θεωρούν ως αντίπαλους τους. Η εικόνα των εμπορικών σχέσεων αλλάζει – το 2020 η Κίνα έγινε η δεύτερη πιο σημαντική αγορά πωλήσεων για τη Γερμανία μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ, για αρκετά χρόνια, κατείχε την πρώτη θέση στον συνολικό κύκλο εργασιών. Προτού εκπνεύσει το 2020, και λίγες εβδομάδες πριν την ανάληψη της εξουσίας από τον Τζο Μπάιντεν, η γερμανική κυβέρνηση εξασφάλισε μια ειδική επενδυτική συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κίνας – μια συμφωνία που πολλοί χαρακτήρισαν πλήγμα για τη διατλαντική αλληλεγγύη. Οι δυτικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, φυσικά, θα προσπαθήσουν να περιορίσουν την κινεζική επιρροή σε τομείς που θεωρούν ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντά τους. Αλλά διαφορετικά, η Κίνα και η Ευρώπη εργάζονται ώστε να επιτευχθεί μια καλή ισορροπία στις οικονομικές τους σχέσεις.
Σε ό,τι αφορά την ιδεολογία, οι Ηνωμένες Πολιτείες φοβίζουν όλο και περισσότερο τους συμμάχους τους, καθώς δημιουργούν και αναπτύσσουν επαναστατικές ιδεολογίες που ενδεχομένως απειλούν οποιοδήποτε κράτος εκτός από τις ίδιες. Στη Γαλλία, η κυβέρνηση του Προέδρου Μακρόν ανακοίνωσε έρευνα για την καταστροφική αμερικανική επιρροή στις κοινωνικές επιστήμες. Η σταδιακή μετακίνηση μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου προς τα δεξιά θα εμβαθύνει περαιτέρω τις ιδεολογικές διαιρέσεις μεταξύ των βασικών συμμάχων του ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εισέλθει σε μια περίοδο περίπλοκων εσωτερικών μετασχηματισμών, και τα προβλήματά τους είναι όλο και λιγότερο ευρωπαϊκά σε πολιτισμικό και εθνικό επίπεδο.
Σε γενικές γραμμές, αναμένεται οι ΗΠΑ και η Ευρώπη να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο. Τώρα το πιο σημαντικό στοιχείο σύνδεσής τους είναι η συμμετοχή στους θεσμούς συλλογικής ασφάλειας και άμυνας του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η σημασία αυτών των θεσμών θα μειωθεί, όσο η πρακτική αναγκαιότητα για τον οργανισμό εξανεμίζεται. Η Ομάδα των Οκτώ (G7), η οποία περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις τρεις κορυφαίες δυνάμεις της ΕΕ, εκτός από την Ιαπωνία, δεν μπορεί να εκπληρώσει πλήρως τη λειτουργία ενός τέτοιου κοινού και αναγκαίου θεσμού. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η στρατιωτικο-πολιτική κατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη θα παραμείνει ασταθής τα επόμενα χρόνια, η απειλή πολέμου οφείλεται στην πιθανή κλιμάκωση μιας υπόγειας σύγκρουσης και δεν σχετίζεται με τα μεγάλης κλίμακας σχέδια των συμβαλλόμενων μερών. Το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ γίνεται όλο και περισσότερο μια πλατφόρμα για την προώθηση πρωτοβουλιών υψηλού επιπέδου, ωστόσο όμως ανούσιων, μαρτυρεί τον σταδιακό μαρασμό αυτού του οργανισμού.
Το θεμελιώδες πρόβλημα της διεθνούς τάξης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο συνίστατο στο ότι μια ομάδα ισχυρών δυνάμεων –οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι πιο σημαντικοί σύμμαχοί της– διατήρησαν την εσωτερική τους ενότητα που προέκυψε κατά την περίοδο της αντιπαράθεσης με τον κοινό εχθρό: την ΕΣΣΔ. Στο επίκεντρο αυτής της ενότητας βρισκόταν η αποφασιστική στρατιωτική ανωτερότητα της Αμερικής και η ικανότητά της να ενεργεί ως πάροχος αγαθών σε παγκόσμια κλίμακα με τέτοιο τρόπο ώστε οι πιο στενοί της σύμμαχοι να ήταν οι κύριοι αποδέκτες. Αυτό απέτρεψε τα κράτη που βγήκαν νικητές από τον Ψυχρό Πόλεμο να λάβουν υπόψη στις πολιτικές τους τα συμφέροντα και τις αξίες των άλλων δυνάμεων.
Τώρα και οι δύο παράγοντες βαθμιαία υποχωρούν και αυτό είναι αρκετά ενθαρρυντικό. Όποιος μελετά τις διεθνείς σχέσεις έχει την ιδιαίτερη τάση να αναφέρεται στο Συνέδριο της Βιέννης ωσάν να επέβαλε την ιδανική διεθνή τάξη. Πράγματι, λόγω της ισορροπίας ισχύος και της αμοιβαίας αναγνώρισης της νομιμότητας, αυτή η τάξη αποδείχθηκε η πιο δίκαιη και σταθερή. Όμως, όπως στην περίπτωση κάθε διεθνούς τάξης, είναι πολύ σημαντικό όχι γιατί λειτουργεί, αλλά για ποιους θεμελιώδεις λόγους πρέπει να λειτουργεί. Η ύπαρξη αντικειμενικών λόγων επιτρέπει στα κράτη να επιδείξουν τη βούληση να καταλήξουν σε συμφωνία.
Το Συνέδριο της Βιέννης προήλθε ως συνέπεια της διάλυσης του συνασπισμού των δυνάμεων που κατατρόπωσε την επαναστατική Γαλλία και προσπάθησε να αποτρέψει το ενδεχόμενο κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη να διεκδικήσει την ηγεμονία της Ευρώπης. Η αδυναμία της Αυστρίας, της Βρετανίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας να καταλήξουν σε χωριστές συμφωνίες οδήγησαν στη σύγκληση του Συνεδρίου το 1814-1815, στο οποίο συμμετείχε η Γαλλία, εκπροσωπούμενη από τον Ταλλεϋράν. Ο όρος προς αυτό ήταν η ασφάλεια των συνόρων της Γαλλίας και η αδυναμία των νικηφόρων δυνάμεων να συμφωνήσουν χωρίς τη συμμετοχή της.
Μέχρι οι δυτικές χώρες να αποκτήσουν βάσιμους λόγους για να πάρουν «διαζύγιο», η θέση τους στην παγκόσμια σκηνή δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευέλικτη. Στις μέρες μας, η σταδιακή διάβρωση της μεταξύ τους ενότητας μπορεί τελικά να αποτελέσει τη βάση για τη συμμετοχή της Ρωσίας και της Κίνας στη διαμόρφωση μιας νέας διεθνούς τάξης όπου οι συνθήκες που θα προκύψουν θα προάγουν τις δικές τους κύριες επιδιώξεις και αξίες. Μόνο, υπό αυτήν την προϋπόθεση, είναι εφικτό μια τέτοια τάξη πραγμάτων να είναι σχετικά δίκαιη, σταθερή και διαρκής.
*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.