Ο συμβολισμός της αναγνώρισης των κινδύνων μίας πιο περίπλοκης και, πιθανότατα, πιο επικίνδυνης παγκόσμιας πυρηνικής τάξης- από τις δύο ηγετικές πυρηνικά εξοπλισμένες χώρες- είναι πολύ σημαντικός, και καμία πλευρά δεν έχει να χάσει τίποτα με το να αναζητήσει τρόπους καλύτερης κατανόησης των ενδεχόμενων επίμαχων σημείων και δρόμων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση, ακόμη και στη χρήση των πυρηνικών όπλων στα χρόνια που θα έρθουν.

Τον περασμένο Ιούνιο οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας συναντήθηκαν στη Γενεύη, Ελβετία, για την πρώτη ενσάρκωση αυτού που έχει καταγραφεί ως νέος «στρατηγικός διάλογος σταθερότητας» ανάμεσα στις δύο πυρηνικά εξοπλισμένες χώρες. Ο διάλογος, ο οποίος ανακοινώθηκε κατόπιν της συνάντησης κορυφής ανάμεσα στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Joe Biden και τον Ρώσο Πρόεδρο Vladimir Putin στις 16 Ιουνίου ,έχει θεωρηθεί ένα πρώτο σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση ενός μεγάλου αριθμού θεμάτων που σχετίζονται με την εθνική και παγκόσμια ασφάλεια, και -αν όλα πάνε καλά-θα θέσει τη βάση για μελλοντικό έλεγχο των όπλων και μέτρων μείωσης των κινδύνων. Ενώ οι συζητήσεις σχετικά με τον πυρηνικό εξοπλισμό και τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο της προεδρίας του Donald Trump (2017-2021),και εν μέσω έντονων διαφωνιών, υπάρχει πιο θετικό κλίμα σε σχέση με αυτή την πρωτοβουλία από ότι υπήρχε στο πρόσφατο παρελθόν.

Είναι γεγονός ότι αυτή η πρωτοβουλία δεν θα μπορούσε να προκύψει σε καλύτερη χρονική στιγμή, ερχόμενη μετά από μία δεκαετία πολύ κακών σχέσεων ανάμεσα στις δυο αυτές χώρες-όπου και οι δύο ακόνιζαν τα σπαθιά τους- επιθετικής ρητορικής και εν μέσω έντονης ανησυχίας και ανασφάλειας, που προέκυψαν από την εξέλιξη και ανάπτυξη των καινούργιων οπλικών συστημάτων- πολλά από τα οποία θα μπορούσαν να έχουν καταστροφικά πολιτικά και στρατηγικά αποτελέσματα. Αυτό που ελπίζουμε να συμβεί είναι ότι αυτές οι ,υψίστης σημασίας, συζητήσεις θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των πιο πιεστικών θεμάτων της εθνικής ασφάλειας, στην εξερεύνηση πιθανοτήτων για έλεγχο όπλων και έτσι, καλώς εχόντων των πραγμάτων ,στην αποτροπή μίας μελλοντικής πολεμικής διαμάχης.

Ενώ η πρώτη προσέγγιση του διαλόγου δεν έφερε ανακοινώσεις που θα άλλαζαν το παιχνίδι, το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές είχαν την ευκαιρία να συναντηθούν και να ξεκινήσουν να συζητούν για περίπλοκα και ευαίσθητα στρατηγικά θέματα είναι, παρόλα αυτά, εξαιρετικά σημαντικό. Αν μπορούμε να πάρουμε κάποιο μάθημα από τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ότι ακόμη και όταν οι διμερείς σχέσεις υφίστανται έντονη πίεση ,όλοι μπορούν να ωφεληθούν από τη συνεχή επικοινωνία.

Μια χαμένη δεκαετία;

Όταν οι Πρόεδροι Barack Obama και Dmitri Medvedev υπέγραψαν τη συνθήκη New Start τον Απρίλιο του 2010,μειώνοντας και οι δύο πλευρές τις στρατηγικές πυρηνικές δυνατότητές τους σε 1550 εκρηκτικές κεφαλές και 700 εκτοξευτές αντίστοιχα, υπήρχε ένα αίσθημα αισιοδοξίας ότι αυτή η συμφωνία ίσως να ήταν το πρώτο βήμα σε μία διαδικασία μείωσης των νέων πυρηνικών όπλων. Οι συζητήσεις, ιδιαίτερα στους κύκλους του επιστημονικού επιτελείου της Ουάσινγκτον, άρχισαν να επικεντρώνονται στην πιθανότητα περαιτέρω μειώσεων στον μη αμελητέο αριθμό αποθεμάτων πυρηνικών όπλων και από τις δύο πλευρές(οι οποίες ακόμη αριθμούν πολλές χιλιάδες εκρηκτικές κεφαλές έκαστη)συμπεριλαμβανομένων των αναπτυγμένων και μη, και ότι τα πυρηνικά συστήματα τα οποία δεν καλύπτονταν από αυτή τη συνθήκη(όπως τα τακτικά πυρηνικά όπλα μικρότερης ακτίνας)θα μπορούσαν να μειωθούν ή ακόμη και να εκλείψουν.

Αντί αυτού, η προηγούμενη δεκαετία έχει βιώσει μία σταδιακή χειροτέρευση των σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας,ειδικότερα μετά την κρίση της Ουκρανίας το 2013-14.Πολύ έντονη ανησυχία παρατηρήθηκε, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ,για την εξέλιξη και ανάπτυξη καινούργιων και σύγχρονων πυρηνικών και μη πυρηνικών οπλικών συστημάτων με πιθανό στρατηγικό αποτέλεσμα :το 2019 είδαμε το τέλος της Συνθήκης για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου ΒεληνεκούςΟηΙθΓηθάίθΙθ-Κθ^θ Nuclear Forces Treaty- !ΝΡ),στην οποία πολλοί αναλυτές αποδίδουν τους μειωμένους πυρηνικούς κινδύνους στην Ευρώπη για μία γενιά. Και σε αυτό το σημείο φαινόταν ότι η συνθήκη New START θα επιτρεπόταν να λήξει το 2021, κάτι που θα σήμαινε ότι δεν θα υπήρχε επίσημος οπλικός περιορισμός και καθεστώς επιθεώρησης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας/Σοβιετικής Ένωσης για πρώτη φορά σε 50 χρόνια.

Σίγουρα, το πρώτο μισό του 2021 έχουμε δει πολλές θετικές εξελίξεις: οι Πρόεδροι Biden και Putin συμφώνησαν το Φεβρουάριο να επεκτείνουν χρονικά την ισχύ της Συνθήκης μέχρι το 2026-θεωρητικά δίνοντας χρόνο για συζητήσεις σχετικά με το τι πιθανότατα να ακολουθήσει,και στη διάσκεψη του Ιουνίου που αναφέρθηκε νωρίτερα, και οι δύο Πρόεδροι επαναδιατύπωσαν συμβολικά ,παρόλα αυτά, έντονα τη δήλωση Reagan-Gorbachev από το 1985 ότι «ένας πυρηνικός πόλεμος δε μπορεί να κερδηθεί και δε θα πρέπει να γίνεται ποτέ». Παρόλα αυτά, πολλά ακανθώδη και πιθανότατα προβληματικά θέματα παραμένουν τα οποία συμπεριλαμβάνουν το φάσμα από τη χρήση των κυβερνοεπιθέσεων και επιχειρήσεις πληροφοριών με σκοπό την υπονόμευση πολιτικών διαδικασιών και της σταθερότητας, μέχρι τις προκλήσεις που προκύπτουν από τα νέα οπλικά συστήματα στην πυρηνική ισορροπία ανάμεσα στις δύο χώρες.

Νέες τεχνολογικές προκλήσεις που προκαλούν αποδιοργάνωση.

Ενώ οι συζητήσεις για στρατηγική σταθερότητα φαίνονται εξωτερικά να έχουν ένα ευρύ αντικείμενο ,στο κέντρο των θεμάτων προς συζήτηση για τις ομάδες των οποίων ηγούνται ο Sergei Ryabkov (αναπληρωτής υπουργός άμυνας της Ρωσίας) και η Wendy Sherman(αναπληρώτρια υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ)θα είναι ο αντίκτυπος αυτών των νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα τα στρατιωτικά συστήματα τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πυρηνική σταθερότητα. Όμως το να αναφερόμαστε σε αυτά τα συστήματα ως «νέα» είναι λίγο παραπλανητικό: υπάρχουν κάποια καινοτόμα συστήματα και δυνατότητες που θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αλλά πολλά από τα όπλα τα οποία έχουν αναφερθεί ως απειλές στη στρατηγική σταθερότητα είτε υπάρχουν εδώ και καιρό είτε αποτελούν καινούργια έκδοση παλαιότερων προβλημάτων.

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού είναι η άμυνα βαλλιστικών πυραύλων. Η Ρωσία εδώ και δεκαετίες προβληματίζεται για τις πιθανές συνέπειες της επιδίωξης άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών κατά των βαλλιστικών πυραύλων, και σίγουρα από το 2002 όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ακύρωσαν την Συνθήκη Αντι-Βαλλιστικών Πυραύλων(Αη^^Ι^ΐτ Missile ABM Treaty 2002).Η ανησυχία είναι διττή: πρωτίστως, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν τάχιστα να επεκτείνουν το υπάρχον σύστημα εντοπισμού, τα ραντάρ, τους δορυφόρους και τους αναχαιτιστικούς για να έχουν πολύ περισσότερη κάλυψη και δυνατότητα από αυτή που ήδη έχουν, και, δευτερευόντως ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει την ίδια στιγμή με την ενσωμάτωση των πολλαπλών συστημάτων που αναπτύσσονται σε συνεργασία με τους συμμάχους σε ολόκληρο τον κόσμο(και αυτών γύρω από τη Ρωσία).Ενώ αυτό ίσως να μην κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες άτρωτες έναντι των Ρωσικών πυρηνικών πυραύλων ,θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικές αμφιβολίες στο μυαλό των Ρώσων υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικής σχετικά με την εγκυρότητα της δυνατότητας αντεπίθεσης ακολουθώντας ένα πρώτο χτύπημα(είτε με πυρηνικά είτε με μη πυρηνικά όπλα).Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχιζαν να πιέζουν με την άμυνα βαλλιστικών πυραύλων κατά την προηγούμενη δεκαετία, φαινομενικά για να προστατευτούν από άλλες απειλές, όμως η αξιολόγηση της διοίκησης Trump το 2019 έκανε λόγο για σχεδιασμό τέτοιων αμυνών εναντίον όλων των πιθανών εχθρών. Ένα μήνυμα το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Μόσχα.

Μία δεύτερη έντονη ανησυχία είναι η ανάπτυξη υπερηχητικών όπλων. Η Ρωσία φαίνεται να ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη τέτοιων όπλων ως απάντηση στα σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών για την άμυνα βαλλιστικών πυραύλων: η λογική εδώ είναι ότι τα υπερηχητικά όπλα μπορούν να κάνουν ελιγμούς κατά την πορεία της τροχιάς πτήσης των μη βαλλιστικών καθιστώντας τα καλύτερα από τους υπάρχοντες πυραύλους στην αποφυγή αναχαίτισης. Όμως η τεχνολογία των υπερηχητικών όπλων δεν είναι τόσο καινούργια ,πολλοί βαλλιστικοί πύραυλοι ήδη ταξιδεύουν με υπερηχητικές ταχύτητες ,και οι βαλλιστικοί – αλλά ιδιαίτερα οι πύραυλοι Κρούζ -είναι επίσης εύκολοι στους ελιγμούς και μπορούν να πετάξουν σε διαφορετικές τροχιές. Ίσως το πιο σημαντικό σημείο είναι η σύνδεση των υπερηχητικών όπλων και η ασάφεια των εκρηκτικών κεφαλών-δηλαδή η αβεβαιότητα για το αν ο πύραυλος(βαλλιστικός, υπερηχητικός ή Κρούζ)είναι πυρηνικά οπλισμένος ή όχι .Αυτό ,με τη σειρά του, τροφοδοτεί ένα μεγαλύτερο θέμα για τα σχέδια παγκόσμιου χτυπήματος των Ηνωμένων Πολιτειών.(ειδικότερα σε συνδυασμό με την άμυνα βαλλιστικών πυραύλων).

Άλλο ένα θέμα το οποίο είναι πολύ πιθανό να συζητηθεί είναι η ανησυχία για τα αυτόνομα συστήματα πυρηνικών όπλων. Τα πυρηνικά συστήματα έχουν ενσωματωμένες ενδείξεις τεχνητής νοημοσύνης και αυτονομία, όμως τα Ρωσικά σχέδια για αυτόνομη πυρηνικά οπλισμένη τορπίλη γνωστή ως Status-6 ή Poseidon ,έχουν προκαλέσει ανησυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ρωσικοί φορείς χάραξης πολιτικών έχουν αναφέρει την ανάγκη για τέτοια συστήματα με σκοπό να διασφαλίσουν τη συνεχιζόμενη αξιοπιστία του πυρηνικού παράγοντα αποτροπής τους εν όψει των τεχνολογικών επιτευγμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών ,όμως πολλοί ειδικοί φοβούνται τις πιθανές επιπλοκές της απομάκρυνσης των ανθρώπων από τη διαδικασία λήψεων αποφάσεων. Το μάθημα του Stanislav Petrov το 1983 είναι απλά ένα παράδειγμα των πιθανών κινδύνων του να επιτρέπεται περισσότερο στις μηχανές από ότι στους ανθρώπους να παίρνουν αποφάσεις σχετικές με τα πυρηνικά όπλα.

Οι προκλήσεις που παρουσιάζονται λόγω των εξελίξεων και της προόδου στον τομέα του διαστήματος και του κυβερνοδιαστήματος αντιπροσωπεύουν πλέον σημαντικό χώρο για συζητήσεις .Η πρόκληση του κυβερνοχώρου ξεκινά από τους ισχυρισμούς των Ηνωμένων Πολιτειών για Ρωσική ανάμιξη στις εκλογές και επεκτείνεται στην Ρωσική ανησυχία αναφορικά με τα σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών για άμυνα με βαλλιστικούς πυραύλους-οι χάκερ ίσως προσπαθήσουν να εμποδίσουν τα πυρηνικά συστήματα να δουλέψουν. Παρομοίως, η αυξανόμενη εξάρτηση όλων των πυρηνικά εξοπλισμένων χωρών από το διάστημα, αλλά ειδικότερα ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών, και ένα ταυτόχρονο ανανεωμένο ενδιαφέρον στους διαφορετικούς τύπους των αντιδορυφορικών όπλων αποτελούν άλλη μία πρόκληση που δημιουργεί πίεση σε αυτούς που επιθυμούν την αποτροπή τυχαίας κλιμάκωσης και τη διαχείριση της κρίσης.

Διαφορετικές προτεραιότητες αλλά κοινός στόχος ;

Η στρατηγική σταθερότητα είναι ένας νεφελώδης όρος ο οποίος μπορεί να καλύψει μία ευρεία γκάμα διαφορετικών δυναμικών, και επομένως ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία αντιλαμβάνονται αυτόν τον όρο διαφορετικά, και ως εκ τούτου θέτουν διαφορετικές προτεραιότητες για εκκολαπτόμενο διάλογο στρατηγικής σταθερότητας. Για τη Ρωσία οι άμεσες προτεραιότητες είναι οι περιορισμοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα συμμαχικά συστήματα ,ή στη χειρότερη περίπτωση περισσότερη διαφάνεια, και η ενσωμάτωση όλων των ειδών οπλικών συστημάτων , πυρηνικών και μη , με πιθανή στρατηγική επίπτωση στο διάλογο. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες ο σκοπός είναι να βρεθεί μία συμφωνία η οποία θα συνεχίζει να περιορίζει τις ανεπτυγμένες πυρηνικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων καινούργιων στρατηγικών συστημάτων μεταφοράς ή ακόμη τον περιορισμό του μεγάλου αποθέματος των «τακτικών πυρηνικών όπλων», και εύρεση τρόπων που θα απαγορεύσουν ή θα ελαχιστοποιήσουν την πολιτική ανάμιξη μέσω πληροφοριών και επιχειρήσεων στον κυβερνοχώρο. Πιο γενικά, είναι πιθανό ότι και οι δύο πλευρές θα δείξουν ενδιαφέρον για το μέλλον της συνθήκης Non-Proliferation/υην πιθανή συμμετοχή και τρίτων μελών στις συζητήσεις για τον έλεγχο των όπλων και τη συνεχιζόμενη δουλειά για την αποτροπή της πυρηνικής τρομοκρατίας.

Στο μέγιστο,ο διάλογος θα πρέπει να δώσει χώρο για συζήτηση σε θέματα ζωτικής σημασίας, να αντανακλά μία δέσμευση σχετικά με τον έλεγχο των όπλων θεωρητικά, και ενδεχομένως να ξεκινήσει μία ανεπίσημη διαδικασία δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης. Είναι πιθανό ότι όλα αυτά θα προκύψουν από το διάλογο. Μία ελαφρώς πιο αισιόδοξη άποψη θα ήταν ότι αυτός ο διάλογος θέτει τα θεμέλια για μία παρατεταμένη και ίσως τροποποιημένη συνθήκη New Start (πέραν του 2026) πιθανότατα με μικρές μειώσεις στις εξελιγμένες πυρηνικές και/ή μη πυρηνικές δυνάμεις, και ίσως συμφωνίες να χαλιναγωγηθεί η εξέλιξη των δυνητικά αποσταθεροποιητικών οπλικών τεχνολογιών. Κάτι τέτοιο ίσως να συνεπάγεται κοινή δέσμευση σχετικά με τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, διαφάνεια και μηχανισμούς διαχείρισης κρίσης. Ακόμη πιο αισιόδοξο θα ήταν ο διάλογος να δώσει την ευκαιρία να βρεθούν τρόποι να αντιμετωπιστούν τα θέματα που προκύπτουν από την άμυνα βαλλιστικών πυραύλων-από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών-και τα τακτικά πυρηνικά όπλα-από την πλευρά της Ρωσίας. Αυτό θα μπορούσε επίσης να σημάνει την αρχή για τις διαπραγματευτικές ομάδες να εξερευνήσουν τρόπους ελαχιστοποίησης και άμβλυνσης των προκλήσεων που απορρέουν από μία γκάμα νέων οπλικών συστημάτων και θεμάτων :θα μπορούσε ίσως να περιλαμβάνει μορατόρια σε συγκεκριμένες μορφές επιχειρήσεων του κυβερνοχώρου. Περιορισμοί ή απαγορεύσεις σε συγκεκριμένα οπλικά συστήματα ή στόχους, περιορισμοί στην ανάπτυξη υπερηχητικών και διπλής ικανότητας πυραύλων, ή μία αυτόνομη πλατφόρμα πυρηνικής μεταφοράς, ή ακόμη μεγαλύτερη διαφάνεια και των προθέσεων και των δυνατοτήτων των μελλοντικών συστημάτων άμυνας βαλλιστικών πυραύλων. Η πιο μετασχηματιστική, αλλά όμως λιγότερο πιθανή έκβαση, είναι η ονομαζόμενη «μεγάλη ευκαιρία» που συνδέει όλους τους τύπους πυρηνικών και μη πυρηνικών, επιθετικών και αμυντικών στρατηγικών οπλικών συστημάτων αναπτυσσόμενα και από τις δύο πλευρές. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ίσως και να παρείχε το χώρο για τις πυρηνικές μειώσεις που χρειάζονται με σκοπό να έρθουν και οι άλλες χώρες, που είναι πυρηνικά εξοπλισμένες, σε ειλικρινείς συζητήσεις αναφορικά με τον παγκόσμιο έλεγχο των πυρηνικών όπλων.

Ανεξάρτητα από την έκβαση του διαλόγου, ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η συζήτηση και η διαπροσωπική αλληλεπίδραση. Ο συμβολισμός των δύο ηγετικών χωρών στον πυρηνικό εξοπλισμό της αναγνώρισης των κινδύνων μίας πιο σύνθετης και ίσως επικίνδυνης παγκόσμιας πυρηνικής τάξης είναι πολύ σημαντικός, και καμία πλευρά δεν έχει τίποτα να χάσει με την αναζήτηση μεγαλύτερης κατανόησης δρόμων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαμάχη και ακόμη και στη χρήση πυρηνικών όπλων στα χρόνια που θα έρθουν.


*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.