Μια νέα σουηδική επιστημονική μελέτη συσχετίζει τον αριθμό των εμβολιασμένων σε μια οικογένεια με τη μείωση της πιθανότητας μετάδοσης του κορωνοϊού και στα ανεμβολίαστα μέλη της. Οι άνθρωποι σε μια οικογένεια, οι οποίοι δεν έχουν ανοσία κατά της Covid-19, είτε γιατί δεν εμβολιάστηκαν είτε γιατί δεν απέκτησαν φυσική ανοσία μετά από νόσηση, έχουν ολοένα μικρότερο κίνδυνο μόλυνσης και νοσηλείας όσο αυξάνεται ο αριθμός των μελών της οικογένειας με ανοσία, είτε ύστερα από πλήρη εμβολιασμό τους είτε λόγω προηγούμενης νόσησης.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουμέα, με επικεφαλής τον καθηγητή γηριατρικής Πέτερ Νόρντστρομ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA Internal Medicine», ανέλυσαν στοιχεία του 2021 από σχεδόν 1,8 εκατομμύρια ανθρώπους από περίπου 815.000 οικογένειες με δύο έως πέντε μέλη, εκ των οποίων σχεδόν το 6% των ατόμων χωρίς ανοσία είχαν διαγνωστεί με κορωνοϊό.
Διαπιστώθηκε μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στον αριθμό των μελών μιας οικογένειας που είχαν πλέον αποκτήσει ανοσία απέναντι στον κορωνοϊό (εμβολιαστική ή φυσική) και στον κίνδυνο λοίμωξης Covid-19 και εισαγωγής στο νοσοκομείο για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας χωρίς ανοσία. Τα τελευταία είχαν 45% έως 97% μικρότερο κίνδυνο μόλυνσης από κορωνοϊό, όσα περισσότερα ήταν τα άλλα μέλη της οικογένειας τους με ανοσία: αν στην οικογένεια υπήρχε ένα μέλος με ανοσία, ο κίνδυνος μόλυνσης των υπόλοιπων ήταν 45% έως 61% μικρότερος, αν τα μέλη με ανοσία ήσαν δύο, ο κίνδυνος για τους λοιπούς ήταν μικρότερος κατά 75% έως 86%, με τρία μέλη με ανοσία η μείωση του κινδύνου ήταν 91% έως 94%, ενώ με τέσσερα μέλη έφθανε το 97%. Τα ποσοστά ήσαν παρόμοια και για σοβαρές λοιμώξεις που χρειάζονταν εισαγωγή σε νοσοκομείο.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν σαφώς ότι ο εμβολιασμός είναι σημαντικός όχι μόνο για ατομική προστασία, αλλά επίσης για τη μείωση της μετάδοσης του κορωνοϊού, ιδίως μέσα στις οικογένειες, οι οποίες αποτελούν περιβάλλον υψηλού κινδύνου για τέτοια μετάδοση», ανέφερε ο δρ Νόρντστρομ.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://jamanetwork.com/journals/jamainternalmedicine/fullarticle/2785141