Στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής κατατέθηκε το σχέδιο νόμου των υπουργείων Μετανάστευσης και Ασύλου και Προστασίας του Πολίτη, το οποίο προβλέπει την «αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών, προσέλκυση επενδυτών και ψηφιακών νομάδων, ζητήματα αδειών διαμονής και διαδικασιών χορήγησης διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις».

31η στην παγκόσμια κατάταξη

Στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου, υπάρχουν ειδικές διατάξεις αναφορικά με τους ψηφιακούς νομάδες, με τη κυβέρνηση, να επιδιώκει να παίξει ηγετικό ρόλο στην νέα αυτή τάση που διαμορφώθηκε εν μέσω πανδημίας, και που δείχνει ότι θα διαρκέσει.

Η Αθήνα ανεβαίνει στη λίστα των προτιμήσεων με τις πιο δημοφιλείς πόλεις εγκατάστασης για τους ψηφιακούς νομάδες. Μελέτη της «Nestpick» ανεβάζει στην 31η θέση της παγκόσμιας κατάταξης με τους 75 καλύτερους προορισμούς για τους ψηφιακούς νομάδες.

Σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί το ισχυρό momentum, η κυβέρνηση εισάγει μια σειρά ρυθμίσεων, κινήτρων αλλά και τον θεσμό της βίζας για τους «digital nomads».

Ειδικότερα

Άρθρο 11

Ψηφιακοί νομάδες – Προσθήκη περ. ιε στην παρ. 1 άρθρου 18 ν. 4251/2014

Στην παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 4251/2014 (Α’ 80) προστίθεται περ. ιε) ως εξής:

«ιε) Πολίτες τρίτων χωρών αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, οι οποίοι εργάζονται εξ αποστάσεως με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.) με εργοδότες ή πελάτες εκτός Ελλάδας (ψηφιακοί νομάδες – “digital nomads”) για χρονική περίοδο έως δώδεκα (12) μήνες.

i. Η εθνική θεώρηση χορηγείται στον ενδιαφερόμενο, εφόσον προσκομίσει ο ίδιος ο αιτών με αυτοπρόσωπη παρουσία ή αποστείλει με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με συστημένη επιστολή στην αρμόδια ελληνική προξενική αρχή, η οποία υποχρεούται να απαντήσει εντός δέκα (10) ημερών από το σχετικό αίτημα του ενδιαφερόμενου και να ολοκληρώσει τη διαδικασία χορήγησης της θεώρησης σε “μία στάση του ενδιαφερομένου”, εκτός των γενικών δικαιολογητικών όπως αυτά ορίζονται στην υπουργική απόφαση της παρ. 16 του άρθρου 136, τα ακόλουθα:

α) υπεύθυνη δήλωση με την οποία δηλώνονται η πρόθεσή του να διαμείνει στη χώρα με την εθνική θεώρηση εισόδου για την παροχή εργασίας εξ αποστάσεως και η δέσμευσή του ότι δεν θα παρέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο εργασία ή υπηρεσίες ή έργο σε εργοδότη με έδρα στην Ελλάδα,

β) σύμβαση εργασίας ή έργου ή αποδεικτικό εργασιακής σχέσης με εργοδότη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ο οποίος είναι εγκατεστημένος εκτός της ελληνικής επικράτειας, αορίστου χρόνου ή σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου με υπολειπόμενη διάρκεια που καλύπτει το διάστημα της χορηγούμενης εθνικής θεώρησης, ή

γ) συμβάσεις εργασίας ή έργου αορίστου χρόνου ή, σε περίπτωση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, με υπολειπόμενη διάρκεια που καλύπτει το διάστημα ισχύος της χορηγούμενης θεώρησης, σε περίπτωση που ο πολίτης τρίτης χώρας είναι ελεύθερος επαγγελματίας με περισσότερους του ενός εργοδότες που είναι εγκατεστημένοι εκτός ελληνικής επικράτειας, ή

δ) στοιχεία για την ιδιότητα του αιτούντος στην επιχείρηση, καθώς επίσης και στοιχεία που αφορούν στην επωνυμία, στην έδρα, στο πεδίο δραστηριότητας και στον εταιρικό σκοπό της επιχείρησης σε περίπτωση που ο πολίτης τρίτης χώρας είναι αυτοαπασχολούμενος σε δική του επιχείρηση, η οποία ευρίσκεται εκτός της ελληνικής επικράτειας,

ε) αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει επαρκείς πόρους, σε επίπεδο σταθερού εισοδήματος, για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσής του κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη χώρα, χωρίς να επιβαρύνει το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.

Το ύψος των επαρκών πόρων καθορίζεται στα τρεισήμισι χιλιάδες (3.500) ευρώ μηνιαίως και αποδεικνύεται i) από τη σύμβαση εργασίας ή έργου ή το αποδεικτικό εργασιακής σχέσης, στην περίπτωση εξαρτημένης εργασίας, υπηρεσιών ή έργου ή ii) από τραπεζικό λογαριασμό, σύμφωνα με την περ. ιδ΄.

Αν οι επαρκείς πόροι προέρχονται από μισθωτές υπηρεσίες εξαρτημένης εργασίας, υπηρεσιών ή έργου, το ανωτέρω ελάχιστο ύψος αναφέρεται σε καθαρά έσοδα μετά την καταβολή των απαιτούμενων φόρων στη χώρα παροχής της εργασίας.

Το ανωτέρω ποσό προσαυξάνεται κατά είκοσι τοις εκατό (20%) για τον/τη σύζυγο ή τον/την συμβιούντα και κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για κάθε τέκνο. Το ύψος των επαρκών πόρων δύναται να ανακαθορίζεται με την κοινή υπουργική απόφαση του άρθρου 136,

ζ) τέλος εθνικής θεώρησης ύψους εβδομήντα πέντε (75) ευρώ.

ii. Οι ανωτέρω πολίτες τρίτης χώρας μπορούν να συνοδεύονται από τα μέλη της οικογένειάς τους, στα οποία χορηγείται, ύστερα από αίτησή τους, ατομική θεώρηση που λήγει ταυτόχρονα με τη θεώρηση του συντηρούντος.

Κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται ο/η σύζυγος ή ο/η σύντροφος και τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος να παρέχουν εξαρτημένη εργασία ή να ασκούν οποιασδήποτε μορφής οικονομική δραστηριότητα στη χώρα.

Ως μέλη της οικογένειας νοούνται:

α) ο έτερος των συζύγων ή των συμβιούντων με τον/την οποίο/α ο/η πολίτης τρίτης χώρας έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης,

β) τα άγαμα κοινά τέκνα των συζύγων ή των συμβιούντων κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν νομίμως υιοθετηθεί με αλλοδαπή δικαστική απόφαση που είναι αυτοδικαίως εκτελεστή ή έχει κηρυχθεί εκτελεστή ή έχει αναγνωρισθεί το δεδικασμένο της στην Ελλάδα και

γ) τα λοιπά, κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών, άγαμα τέκνα του συντηρούντος ή του ετέρου των συζύγων ή συμβιούντων, εφόσον η επιμέλεια έχει νομίμως ανατεθεί για μεν τα τέκνα του/της συντηρούντος σε αυτόν/αυτήν, για δε τα τέκνα του/της ετέρου των συζύγων ή συμβιούντων σε αυτόν/αυτήν.

iii. Εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις της περ. i), δύναται να χορηγείται στον πολίτη τρίτης χώρας και στα μέλη της οικογένειάς του άδεια διαμονής διετούς διάρκειας, κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται πριν τη λήξη της ισχύος της εθνικής θεώρησης, με την επιφύλαξη του άρθρου 6.

Η άδεια αυτή δεν παρέχει δικαίωμα εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας οιασδήποτε μορφής στην Ελλάδα, τόσο για τον συντηρούντα, όσο και για τον/την σύζυγό ή σύντροφό του και τα μέλη της οικογένειάς του της περ. ii), και δύναται να ανανεώνεται ανά διετία, κάθε φορά, εφόσον συνεχίζουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις της περ. i). Η αίτηση υποβάλλεται στην υπηρεσία μίας στάσης του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.

iv. Η αίτηση του συντηρούντος για τη χορήγηση της άδειας διαμονής της περ. iii) συνοδεύεται από παράβολο ύψους χιλίων (1.000) ευρώ, ενώ τα μέλη της οικογένειάς του υποβάλλουν το προβλεπόμενο από το παρόν παράβολο, ως μέλη οικογένειας του πολίτη τρίτης χώρας.

v. Σε περίπτωση που ο πολίτης τρίτης χώρας, καθώς και τα μέλη της οικογένειάς του, αναχωρήσουν από την ελληνική επικράτεια και λήξει η ισχύς της εθνικής θεώρησης, τόσο ο συντηρών, όσο και τα μέλη της οικογένειάς του, έχουν τη δυνατότητα να αιτηθούν και να λάβουν εκ νέου εθνική θεώρηση εισόδου για τον σκοπό αυτό.

vi. Διαστήματα απουσίας από τη χώρα δεν παρακωλύουν την ανανέωση της άδειας διαμονής, εφόσον αυτά δεν υπερβαίνουν τους έξι (6) μήνες ετησίως, εφαρμοζόμενης κατά τα λοιπά της παρ. 6 του άρθρου 21.

vii. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, πολίτης τρίτης χώρας, καθώς και τα μέλη της οικογένειάς του, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις της περ. i) και έχουν εισέλθει στην ελληνική επικράτεια, είτε με ομοιόμορφη θεώρηση, είτε με καθεστώς απαλλαγής θεώρησης, έχουν τη δυνατότητα, εντός της περιόδου ισχύος αυτής, να υποβάλουν στην υπηρεσία μίας στάσης του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου αίτηση για τη χορήγηση της άδειας διαμονής της περ. iii). Στην περίπτωση αυτή και με την επιφύλαξη του άρθρου 6, εκτός των δικαιολογητικών της περ. i), οι αιτούντες υποβάλλουν και μισθωτήριο κατοικίας ή συμβόλαιο αγοράς ακινήτου στην ελληνική Επικράτεια».

Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος