“Αμέσως μετά τις εκλογές είχαμε μια μεγάλη ευκαιρία να εξηγήσουμε στον ελληνικό λαό κάτω από ποιες συνθήκες κυβερνήσαμε, να αναστοχαστούμε πάνω σε μια μοναδική εμπειρία για ένα κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς, δίνοντας στον κόσμο να καταλάβει ότι μάθαμε από τα λάθη μας, ότι συνεχίζουμε να εμπνεόμαστε από τις μεγάλες αξίες και τις ιδέες μιας Αριστεράς της εποχής μας, που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις δυσκολίες, χωρίς να χάνει την ταυτότητά της και τη στρατηγική της ενόραση. Νομίζω πως δεν εμβαθύναμε επαρκώς σε ένα συλλογικό απολογισμό, παρόλο που ήταν απαίτηση του κόσμου που μας παρακολουθεί. Η, κατά τα αλλά σωστή, επιλογή της διεύρυνσης, που ούτως ή άλλως είχε ξεκινήσει με έναν πολύμορφο τρόπο από το 2012, δεν αποσαφηνίστηκε αρκούντως, δημιουργώντας κάποιες στιγμές λάθος εντυπώσεις” τονίζει σε άρθρο του στα «Νέα» ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην γραμματέας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Πάνος Σκουρλέτης.
“Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στη νέα εποχή μετά την πανδημία, πρέπει να διατηρήσει όλα εκείνα τα δυναμικά στοιχεία της πολιτικής του, που τον κατέστησαν μια δύναμη ανατροπής του παλιού δικομματισμού που μας χρεωκόπησε. Δεν μπορεί να υπάρξει μια νικηφόρα προοπτική δίνοντας την εντύπωση πως θα γίνουμε μέρος ενός νέου συναινετικού δικομματισμού. Κατά συνέπεια, χρειάζεται μια πιο δυναμική και τεκμηριωμένη πολιτική παρουσία.
Η νέα προγραμματική μας πρόταση πρέπει να απαντά στις προκλήσεις που θέτει η πολλαπλή κρίση, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Η μείωση των ανισοτήτων, η απάντηση στην κλιματική κρίση, η υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών με πρώτο αυτό της υγείας, η ψηφιακή δημοκρατία ως απάντηση στον ψηφιακό καπιταλισμό, δεν αρκεί να αποτελούν ένα πεδίο γενικής αναφοράς, αλλά να μπολιάζουν το σύνολο των προγραμματικών μας θέσεων και να καθορίζουν την καθημερινή μας δράση μέσα στην ίδια την κοινωνία. Αυτός κατά τη γνώμη μου είναι ο δρόμος που θα καθιερώσει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ως βασικό κορμό του ευρύτερου αριστερού και δημοκρατικού χώρου, μετατρέποντάς τον σε ένα πλειοψηφικό μπλοκ” ανέφερε μεταξύ άλλων.
Άρθρο του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ”:
Βασισμένη σε μια χωρίς προηγούμενο επικοινωνιακή δύναμη πυρός, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί να εμφανιστεί πως αφουγκράζεται τα μηνύματα της εποχής μας ενώ, κατά βάση, οι απαντήσεις της στα κρίσιμα ζητήματα συνιστούν αναπαλαίωση χρεοκοπημένων νεοφιλελεύθερων συνταγών.
Έτσι, η πρότασή της για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια συρραφή αιτημάτων προς ικανοποίηση, ενός μέρους της εγχώριας ελίτ, χωρίς να συνιστά ένα συνεκτικό σχέδιο παρέμβασης στο εγχώριο παραγωγικό μοντέλο. Εμμένει σ’ ένα παρωχημένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων Δικτύων ενέργειας, που συνιστούν φυσικά μονοπώλια, χωρίς καμία δικαιολογητική βάση παρά μόνο την εξόφθαλμη εξυπηρέτηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Χάνει την ευκαιρία συγκρότησης ενός ισχυρού δημόσιου συστήματος υγείας, παρά τα συμπεράσματα από την παγκόσμια υγειονομική κρίση, επειδή δεν πιστεύει ότι η υγεία είναι πάνω απ’ όλα ένα δημόσιο αγαθό. Στρέφει κατά προκλητικό τρόπο δεκάδες χιλιάδες αποφοίτους λυκείων στα ιδιωτικά κολέγια, καθώς με το νέο εξεταστικό σύστημα θα βρεθούν εκτός ΑΕΙ περί τις 25.000 υποψήφιοι. Επιστρατεύει τον αυταρχισμό για να νουθετήσει τη νεολαία, ενώ περιορίζει βασικά συνταγματικά δικαιώματα. Επιχειρεί να εμφανιστεί ως φιλοπεριβαλλοντική, όταν καταργεί προστατευτικές διατάξεις που ίσχυαν σε περιοχές Natura και διαλύει τις εποπτικές υπηρεσίες περιβάλλοντος. Για την παρούσα κυβέρνηση, πράσινο είναι ό,τι δεν απειλεί την κερδοφορία της αγοράς. Προκλητικά ζημιώνει το δημόσιο συμφέρον, όπως απέδειξε στις περιπτώσεις της Τράπεζας Πειραιώς, των ΕΛΠΕ και της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής. Μα πάνω απ’ όλα, με την κοινωνική της μεροληψία προχωρεί στον δρόμο της πλήρους υποβάθμισης του κόσμου της εργασίας, μέσω του νόμου Χατζηδάκη. Είναι λυπηρό που στο τιμόνι της χώρας βρέθηκε μια τέτοια κυβέρνηση, μετά τη δύσκολη περίοδο των Μνημονίων. Τελικώς, η συγκατοίκηση του ακραίου Κέντρου και της παραδοσιακής Δεξιάς με την Ακροδεξιά δεν έφερε τίποτα καινούργιο για τον τόπο.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Μαΐου του 2019 προεξόφλησε και αυτό των εκλογών του Ιουλίου, παρόλο που, τελικώς, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές τον κατέστησε τον αδιαμφισβήτητο δεύτερο πόλο του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας.
Πολλά έχουν γραφτεί για τα αίτια της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ωστόσο η βασική αιτία σχετίζεται με τη μεγάλη αντίφαση που χαρακτήρισε όλη την περίοδο διακυβέρνησης. Η υλοποίηση δηλαδή μιας πολιτικής που του επιβλήθηκε και δεν ήταν η δική του, χωρίς βέβαια να υπάρχουν περιθώρια για άλλες επιλογές. Οι περισσότεροι πλέον αναγνωρίζουν πως η ένταση της λιτότητας ήταν ηπιότερη στη διάρκεια του τρίτου Μνημονίου και πως αν δεν έθετε ο ΣΥΡΙΖΑ ως προτεραιότητα τον περιορισμό της ανθρωπιστικής κρίσης, η άνοδος της Ακροδεξιάς στο έδαφος της κοινωνικής δυστυχίας ήταν πολύ πιθανή. Το τέλος του κύκλου των Μνημονίων, η επάνοδος σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ρύθμιση του χρέους και το υψηλό αποθεματικό, μόνο θετικά πιστώνονται στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μιας και δημιούργησαν ένα σταθερό έδαφος στο πεδίο της οικονομίας. Ωστόσο το κόστος της αντίφασης ήταν μεγάλο και η σωρευτική κόπωση της κοινωνίας δεν άφηνε περιθώρια για μια διαφορετική πορεία των πραγμάτων.
Αμέσως μετά τις εκλογές είχαμε μια μεγάλη ευκαιρία να εξηγήσουμε στον ελληνικό λαό κάτω από ποιες συνθήκες κυβερνήσαμε, να αναστοχαστούμε πάνω σε μια μοναδική εμπειρία για ένα κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς, δίνοντας στον κόσμο να καταλάβει ότι μάθαμε από τα λάθη μας, ότι συνεχίζουμε να εμπνεόμαστε από τις μεγάλες αξίες και τις ιδέες μιας Αριστεράς της εποχής μας, που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις δυσκολίες, χωρίς να χάνει την ταυτότητά της και τη στρατηγική της ενόραση. Νομίζω πως δεν εμβαθύναμε επαρκώς σε ένα συλλογικό απολογισμό, παρόλο που ήταν απαίτηση του κόσμου που μας παρακολουθεί. Η, κατά τα αλλά σωστή, επιλογή της διεύρυνσης, που ούτως ή άλλως είχε ξεκινήσει με έναν πολύμορφο τρόπο από το 2012, δεν αποσαφηνίστηκε αρκούντως, δημιουργώντας κάποιες στιγμές λάθος εντυπώσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στη νέα εποχή μετά την πανδημία, πρέπει να διατηρήσει όλα εκείνα τα δυναμικά στοιχεία της πολιτικής του, που τον κατέστησαν μια δύναμη ανατροπής του παλιού δικομματισμού που μας χρεωκόπησε. Δεν μπορεί να υπάρξει μια νικηφόρα προοπτική δίνοντας την εντύπωση πως θα γίνουμε μέρος ενός νέου συναινετικού δικομματισμού.
Κατά συνέπεια, χρειάζεται μια πιο δυναμική και τεκμηριωμένη πολιτική παρουσία.
Η νέα προγραμματική μας πρόταση πρέπει να απαντά στις προκλήσεις που θέτει η πολλαπλή κρίση, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Η μείωση των ανισοτήτων, η απάντηση στην κλιματική κρίση, η υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών με πρώτο αυτό της υγείας, η ψηφιακή δημοκρατία ως απάντηση στον ψηφιακό καπιταλισμό, δεν αρκεί να αποτελούν ένα πεδίο γενικής αναφοράς, αλλά να μπολιάζουν το σύνολο των προγραμματικών μας θέσεων και να καθορίζουν την καθημερινή μας δράση μέσα στην ίδια την κοινωνία. Αυτός κατά τη γνώμη μου είναι ο δρόμος που θα καθιερώσει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ως βασικό κορμό του ευρύτερου αριστερού και δημοκρατικού χώρου, μετατρέποντάς τον σε ένα πλειοψηφικό μπλοκ.