Σε ενημέρωση σχετικά με την έξαρση των κρουσμάτων mpox (πρώην ευλογιά των πιθήκων) φυλογενετικής ομάδας Ιb στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και μετά την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος στην Ευρώπη και την αύξηση του επιπέδου συναγερμού προχώρησε την Παρασκευή ο ΕΟΔΥ ο οποίος ανακοίνωσε την αύξηση των εμβολιαστικών κέντρων στην Ελλάδα.
«Ο ΕΟΔΥ απο την πρώτη στιγμή έχει θέσει σε υλοποίηση τον σχεδιασμό που έχουμε αναπτύξει για την προληψη και τον έγκαιρο εντοπισμό των κρουσμάτων που ενδέχεται να εμφανιστούν στη χώρα μας απο τη νέα έξαρση της νόσου της ευλογιάς των πιθήκων. Δεν υπάρχει αυξημένη ανησυχία για τον γενικό πληθυσμό, αλλά για ομαδες υψηλού κινδύνου για τις οποίες συστήνονται ήδη συγκεκριμένα μέτρα προστασίας. Αυξάνουμε τα εμβολιαστικά κέντρα, ενώ έχουμε ήδη ορίσει συγκεκριμένα κέντρα αναφοράς και έχουμε επάρκεια σε φάρμακα και εμβόλια προκειμένου να ανταποκριθούμε στη νέα αυτή πρόκληση δημόσιας υγείας» δήλωσε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη.
Ο ΕΟΔΥ επισημαίνει ότι το νέο στέλεχος εμφανίζεται με αυξημένη σοβαρότητα νόσου και αναφερόμενη θνητότητα μεταξύ 3% και 4%. «Πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφερόμενη θνητότητα αντανακλά τις συνθήκες στη συγκεκριμένη χώρα και τη σημαντική υποδήλωση των ήπιων σε βαρύτητα κλινικών μορφών του νοσήματος» διευκρινίζει.
«Η μετάδοση του νοσήματος από άνθρωπο σε άνθρωπο γίνεται κυρίως μέσω της επαφής με δερματικές βλάβες/σωματικά υγρά του πάσχοντος και μετά από παρατεταμένη στενή επαφή σε μικρή απόσταση και σπανιότερα απο μολυσμένα αντικείμενα. Στη ΛΔΚ και στις γειτονικές χώρες οι κύριοι αναφερόμενοι τρόποι μετάδοσης είναι η σεξουαλική επαφή, η διαμονή στο ίδιο οικιακό περιβάλλον με πάσχοντες και η μετάδοση εντός του χώρου υγειονομικής περίθαλψης (ελλείψει κατάλληλου εξοπλισμού ατομικής προστασίας). Αναφέρεται, επίσης, μετάδοση μετά από επαφή με ζωντανά ή νεκρά άγρια ζώα» σημειώνει ο ΕΟΔΥ.
O EOΔΥ επισημαίνει ότι ο εμβολιασμός στην Ελλάδα ξεκίνησε στις 22/7 στα νοσοκομεία Αττικόν και Ανδρέας Συγγρός και ενδείκνυται μόνο για όσους ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Στο επόμενο διάστημα θα λειτουργήσουν άλλα πέντε εμβολιαστικά κέντρα σε Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη, Κρήτη, Πάτρα και Αθήνα.
Για όσους ταξιδέψουν σε χώρες της Αφρικής όπου υπάρχει μεγάλη διασπορά του ιού «συστήνεται αυτή η λήψη αυξημένων μέτρων προφύλαξης, ήτοι να αποφεύγεται επαφή με α) πιθανά μολυσμένα άτομα και ιδιαίτερα με όσα εμφανίζουν δερματικές βλάβες, β) άγρια ζώα (ζωντανά ή νεκρά), όπως μικρά θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένων τρωκτικών (αρουραίοι, σκίουροι) και πρωτευόντων (μαϊμούδες, πίθηκοι), γ) μολυσμένες επιφάνειες και είδη που χρησιμοποιούνται από ασθενείς (ρούχα, κλινοσκεπάσματα κλπ) ή που ήρθαν σε επαφή με άγρια ζώα.
Επίσης, κατά την διάρκεια του ταξιδιού θα πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωση ή παρασκευή κρέατος από άγρια ζώα () χρήση προϊόντων (κρέμες, λοσιόν, σκόνες) που προέρχονται από άγρια ζώα και να αναζητείται άμεσα ιατρική φροντίδα σε περίπτωση εμφάνισης ανεξήγητου δερματικού εξανθήματος (βλάβες σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος), με ή χωρίς πυρετό και ρίγη. Αν τα συμπτώματα εμφανιστούν μετά την επιστροφή από το ταξίδι να ενημερώνεται ο γιατρός ή ο πάροχος υγειονομικής περίθαλψης σχετικά με το ταξίδι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 21 ημερών πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων.
Πέραν των ταξιδιωτών οι ίδιες οδηγίες ισχύουν και για εργαζόμενους στις χώρες αυτές καθώς και σε ναυτικούς που τα πλοία τους προσεγγίζουν λιμάνια των επηρεαζόμενων χωρών» διευκρινίζει ο ΕΟΔΥ.
Τέλος, σημειώνεται ότι έχουν δοθεί οδηγίες στις πύλες εισόδου μεταναστών από τις χώρες με κρούσματα, για την έγκαιρη αναγνώριση πιθανών κρουσμάτων και τη διαχείριση τους, καθώς και την άμεση λήψη μέτρων δημόσιας υγείας.
Παρότι ο κίνδυνος αυτή τη στιγμή εκτιμάται ως χαμηλός για μετάδοση του νοσήματος στη χώρα μας, ο ΕΟΔΥ προβαίνει σε ενημέρωση του κοινού, σε ευαισθητοποίηση του υγειονομικού προσωπικού για έγκαιρη διάγνωση και ενημέρωση των αρχών δημόσιας υγείας. Παράλληλα λειτουργεί δίκτυο εργαστηρίων ( ΚΕΔΥ, ΠΕΔΥ Κρήτης, ΑΠΘ) για τη διασφάλιση της εργαστηριακής διάγνωσης το οποίο θα ενισχυθεί όταν κριθεί σκόπιμο.
Ο ΕΟΔΥ συμμετέχει σε όλες τις συναντήσεις με ECDC, WHO, και HSC της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό τη διαμόρφωση και εφαρμογή των διεθνών πρωτοκόλλων διαχείρισης πιθανών περιστατικών.