Μπορεί η Ελλάδα να αποτελέσει γεωπολιτικό αντίβαρο έναντι της Τουρκίας στους σχεδιασμούς των Ηνωμένων Πολιτειών; Αυτό το ερώτημα απασχολεί κορυφαίους κυβερνητικούς και διπλωματικούς κύκλους των Αθηνών, καθώς η νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν έκλεισε χθες, επισήμως, έναν μήνα από την ανάληψη των καθηκόντων της. Η απάντηση όμως δεν είναι διόλου εύκολη. Θα απαιτήσει πολύ σοβαρή προετοιμασία και τη διαμόρφωση ενός ξεκάθαρου αφηγήματος που θα «κουμπώνει» στα σχέδια των ΗΠΑ, καθώς η Ουάσιγκτον αναζητεί έναν επαναπροσανατολισμό των σχέσεών της με την Αγκυρα με αβέβαια, προς το παρόν, έκβαση.
Στο επίκεντρο των ελληνο-αμερικανικών συζητήσεων αναμένεται να βρεθεί τους προσεχείς μήνες η νέα αναθεώρηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement -MDCA), η δεύτερη σε διάστημα τριών ετών.
Η αμερικανική πλευρά ζητεί συγκεκριμένα πράγματα, όπως π.χ. την ανανέωση της ισχύος της για πέντε έτη αντί κατ’ έτος όπως ισχύει σήμερα. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι ασαφές τι μπορεί να προσφέρει σε απτά ανταλλάγματα (βοηθώντας την Ελλάδα στην εξισορρόπηση του τουρκικού κινδύνου) πέραν της πολιτικής θέσεως ότι η χώρα μας αποτελεί στρατηγικό εταίρο.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο έγκειται το ελληνικό δίλημμα. Μπορεί η Αθήνα να πείσει την αμερικανική πλευρά ότι συνιστά έναν «παίκτη» επιπέδου Πολωνίας, Ινδίας, Αιγύπτου, ακόμη και Ισραήλ, ένα κομβικό κράτος για την αμερικανική στρατηγική σε μία περίοδο αυξανόμενης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης με την Κίνα σε όλα τα επίπεδα, ή όχι;
Την περασμένη Δευτέρα, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας είχε την πρώτη του τηλεφωνική επικοινωνία με τον αμερικανό ομόλογό του Αντονι Μπλίνκεν μετά την ανάληψη των καθηκόντων του τελευταίου. Την ίδια ημέρα, ο νέος ένοικος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνομίλησε τηλεφωνικά με τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Οι ανακοινώσεις που ακολούθησαν περιέγραψαν τον διαφορετικό τόνο που επικράτησε στα τηλεφωνήματα. αλλά οι λεπτομέρειες θα μείνουν, όπως είθισται, άγνωστες. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να βλέπει την Ελλάδα και την Τουρκία ως συγκοινωνούντα δοχεία σε αυτό που παραδοσιακά ονομάζεται «νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ». Η οπτική αυτή αναμφίβολα θα βαρύνει στη διαμόρφωση της νέας αμερικανικής στρατηγικής για την περιοχή άμεσου γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος της Ελλάδος.
Παρά το «κενό πολιτικής» που χαρακτήρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πολλούς τομείς – και στην εξωτερική πολιτική – η Αθήνα υπήρξε από τους ωφελημένους των αμερικανικών επιλογών στην περιοχή κατά την προεδρία Τραμπ.
Οι εκλογές και οι κυρώσεις
Αναμφίβολα, η στενή «ανίερη» προσωπική σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καλλιέργησε στον δεύτερο μία αίσθηση «ακαταδίωκτου» στην επιδίωξη των πολιτικών του στόχων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, με τον κ. Τραμπ να έχει εμπλακεί τους τελευταίους μήνες στη μάχη των προεδρικών εκλογών που τελικώς έχασε, δόθηκε η ευκαιρία στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και σε μέρος της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να εξισορροπήσουν κάπως την κατάσταση, με αποκορύφωμα την επιβολή κυρώσεων εναντίον της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στo πλαίσιο του νόμου CAATSA εξαιτίας της προμήθειας του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Η Αγκυρα έλαβε το μήνυμα και επιδιώκει τώρα, σε τακτικό επίπεδο, να βελτιώσει την ατμόσφαιρα, στην αυγή της διακυβέρνησης Μπάιντεν.
του Άγγελου Αλ. Αθανασόπουλου από Το Βήμα της Κυριακής