Ο ρόλος της καταστροφής είναι βαθιά θεμελιωμένος τόσο στην αρχαία ελληνική σκέψη όσο και στο σύγχρονο δυτικό κόσμο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, η καταστροφή (φθορά) δεν αποτελεί απλά τον αδήριτο νόμο (χρεών) στον οποίο υπόκειται κάθε ύπαρξη αλλά βασικό κατηγόρημα του όντος, ταυτόσημο με τη γέννηση. Σε μια σύγχρονη αξιοποίηση αυτής της ιδέας ο Σούμπετερ αναγνώρισε στη δημιουργική καταστροφή την κινητήριο δύναμη του ίδιου του καπιταλισμού.
του Δημήτρη Βάγια*
Με λίγα λόγια, καταστροφή και δημιουργία αποτελούν ισότιμα δομικά στοιχεία τα οποία γονιμοποιούν την ανθρώπινη δεινότητα στην κατεύθυνση παραγωγής τέχνης, επιστήμης και θεσμών. Εν προκειμένω, η πανδημία του Covid-19 έρχεται να μας υπενθυμίσει αυτό που η φιλοσοφική σκέψη είχε κωδικοποιήσει αιώνες πριν. Δηλαδή, ότι ενώ κάποιου είδους καταστροφή είναι εν τέλει αναπόφευκτη, η απόσταση μεταξύ δράματος και τραγωδίας θα κριθεί στη βάση υιοθέτησης του κατάλληλου μείγματος πολιτικών διαχείρισης και προετοιμασίας. Διαχείρισης που ελαχιστοποιεί τον αντίκτυπο της κρίσης σε παρόντα χρόνο, δίνοντας έμφαση στον αναγκαίο εκσυγχρονισμό των υποδομών υγείας, σε πολιτικές προστασίας των ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων καθώς και στην οριοθέτηση ενός χρηματοδοτικού αναχώματος που να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού οικοσυστήματος της χώρας.
Προετοιμασίας, σε δεύτερο χρόνο, ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος ενός νέου αυτοτροφοδοτούμενου κύκλου οικονομικής συρρίκνωσης και δημοσιονομικών ελλειμμάτων υπό τη σκιά ενός υπέρογκου δημόσιου χρέους. Οι μνήμες από τις επιπτώσεις μιας τέτοιας συνθήκης είναι ακόμα νωπές καθιστώντας επιτακτική ανάγκη να αποτρέψουμε μια καταστροφική επανάληψη. Η συζήτηση σχετικά με τις κοινωνικοοικονομικές περιπλοκές του δημόσιου χρέους είναι κάθε άλλο παρά καινοφανής. Ερωτήματα όπως το αν υπάρχει κάποιο ανεκτό φυσικό όριο στη μεγέθυνση του δημόσιου χρέους, η σχέση μεταξύ επιτοκίων δανεισμού και ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης όσον αφορά τη βιωσιμότητα, η πιθανή συμβολή πληθωριστικών προσδοκιών στη πρόκληση αυτοεκπληρούμενων κρίσεων, τα περιθώρια χρήσης νομισματικής επέκτασης ως εργαλείου σταθεροποίησης κρατικών χρεογράφων, είναι μερικά από τα επιμέρους ζητήματα τα οποία οι διάφορες σχολές οικονομικής σκέψης επιχειρούν να διαλευκάνουν χωρίς να δίνουν πάντα καταληκτικά συμπεράσματα.
Βέβαια, η πολυπλοκότητα του ζητήματος είναι τέτοια που δεν προσφέρεται για μηχανιστικές προσεγγίσεις στη βάση τυποποιημένων ορίων. Παρόλα αυτά, μια κοινή συνισταμένη μεταξύ ιστορικής εμπειρίας και ακαδημαϊκής έρευνας είναι ότι ο συνδυασμός επίμονα υψηλών επιπέδων χρέους, δομικής δυστοκίας στην παραγωγή ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, αναιμικής ανάπτυξης, χαμηλής παραγωγικότητας καθώς και ανεπάρκειας δημόσιων επενδύσεων με εμπροσθοβαρή χαρακτήρα και υψηλό οικονομική πολλαπλασιαστή αποτελούν εξαιρετικά ανησυχητικές συνθήκες τόσο όσον αφορά τη δυναμική του χρέους όσο και το μελλοντικό κόστος εξυπηρέτησης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι η παρούσα συγκυρία παρουσιάζει μερικά ευνοϊκά χαρακτηριστικά. Μπορεί η αναρρίχηση του δημόσιου χρέους σε επίπεδα της τάξης του 200% (ως προς το ΑΕΠ) όπως εκτιμάται για το 2020 και 2021 να είναι ανησυχητική, από μόνη της όμως δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για να μεταφραστεί σε απαγορευτικά υψηλά επιτόκια. Στα θετικά στοιχεία συμπεριλαμβάνεται η υψηλή συγκέντρωση ιδιοκτησίας (περίτο 80%) σε δημόσιους φορείς, που σημαίνει ότι μόλις 62 δις ευρώ είναι διαπραγματεύσιμο και επομένως ευαίσθητο στις όποιες διακυμάνσεις επενδυτικής ζήτησης συν-διαμορφώνουν την αποτίμηση του κρατικού αξιόχρεου. Επιπλέον, το 94% των ομολόγων έχουν σταθερό επιτόκιο με μέσο χρόνο αποπληρωμής εικοσιένα χρόνια -πολύ υψηλότερο από χώρες όπως Ιταλία, Ισπανία ή Πορτογαλία- κάτι που μεταφράζεται σε ευνοϊκή κατανομή χρόνου αποπληρωμών μειώνοντας την πιθανότητα βραχυπρόθεσμων πιέσεων αναχρηματοδότησης.
Αρκετά καθησυχαστικό είναι επί του παρόντος και το κόστος εξυπηρέτησης το οποίο αντιστοιχεί στο 6.3% των ετήσιων κρατικών εσόδων έχοντας μειωθεί σημαντικά (περί το 40%) σε σχέση με το 2012. Εξαιρετικά ευνοϊκό παρουσιάζεται και το σημερινό περιβάλλον νομισματικής πολιτικής. Για παράδειγμα, οι εκτενείς αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ στα πλαίσια της ποσοτικής χαλάρωσης, 13δισ. στη δευτερογενή αγορά στο διάστημα μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου 2020, λειτούργησαν εποικοδομητικά απορροφώντας οποιουσδήποτε δυνάμει κραδασμούς θα μπορούσαν να εκδηλωθούν υπό το φόβο επανεμφάνισης δημοσιονομικών ελλειμμάτων (εκτίμηση για πρωτογενές έλλειμμα στο 3.8% του ΑΕΠ το 2020). Εξίσου σημαντική είναι και η έκτακτη ενσωμάτωση των ελληνικών ομολόγων στο ευρύτερο λειτουργικό πλαίσιο νομισματικής πολιτικής –εξαίρεση η οποία υπό διαφορετικές συνθήκες προϋποθέτει υιοθέτηση προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής– βάσει της οποίας ελληνικά κρατικά ομόλογα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν εξασφαλίσεις προκειμένου να αντληθεί ρευστότητα από το Ευρωσύστημα.
Οι δύο προηγούμενες πρωτοβουλίες συνέβαλαν στο να ενισχυθεί η επενδυτική ζήτηση συμπιέζοντας την καμπύλη δανεισμού σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Η συνακόλουθη εντυπωσιακή απόδοση των κρατικών ομολόγων προσέφερε σημαντική στήριξη στην κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών συμβάλλοντας στη δημιουργία πολύτιμου κεφαλαιακού χώρου προκειμένου να απορροφηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας. Υπό αυτές τις συνθήκες γίνεται ίσως επίκαιρη η προειδοποίηση του Αισχύλου όπως διατυπώθηκε πριν από 25 αιώνες, ότι δηλαδή είναι καταστροφικό σφάλμα να πιστεύουμε πως «ο ίδιος ούριος άνεμος θα φυσάει για πάντα όταν η συγκυρία είναι ευνοϊκή» (Πέρσαι, στίχοι 588 – 589). Μία ένδειξη εφησυχασμού για παράδειγμα είναι ότι το ζήτημα διαχείρισης του δημόσιου χρέους, αν και παραδοσιακά ακανθώδες, καταλαμβάνει δυσανάλογα μικρό βάρος στο δημόσιο διάλογο της χώρας. Στην παρούσα φάση αυτό μπορεί να δικαιολογείται αφού προτεραιότητα αποτελεί η αντιμετώπιση της πανδημίας. Παρόλα αυτά, η επόμενη μέρα θα πρέπει να βρει την Ελλάδα έτοιμη να προβάλει ένα πειστικό αναπτυξιακό πρόγραμμα προκειμένου να μην έρθει αντιμέτωπη για άλλη μια φορά με δυσμενείς πολιτικούς συσχετισμούς σε μια συζήτηση για τη διαχείριση του κρατικού χρέους υπό την ενδεχόμενη πίεση αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης (π.χ. όταν τα προσωρινά μέτρα νομισματικής επέκτασης αρχίσουν σταδιακά να αποσύρονται).
Σε αυτό μπορεί σίγουρα να συμβάλει η κατάλληλη αξιοποίηση των 32 δις ευρώ από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα ενίσχυσης “Next Generation EU” εκ των οποίων 19.4 δις ευρώ εν είδη επιδοτήσεων καθώς και η ύπαρξη ταμειακών διαθεσίμων της τάξης των 30 δις ευρώ, στο βαθμό που μπορέσουμε να υπερβούμε τις παραδοσιακές γραφειοκρατικές ή μικροπολιτικές αγκυλώσεις. Είναι επιτακτική ανάγκη να θεμελιωθούν μακροχρόνιες αναπτυξιακές υποδομές που θα ενισχύουν την πεποίθηση ότι η αρνητική δυναμική του δημόσιου χρέους είναι αναστρέψιμη. Εφόσον το κόστος χρηματοδότησης των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι εξασφαλισμένο για το 2020, το βλέμμα του κυβερνητικού σχεδιασμού οφείλει να στραφεί στο μέλλον.
Η πρόσφατη ανακοίνωση όσον αφορά της αξιοποίηση περί των 8.3 δις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανασυγκρότησης για «πράσινες» επενδύσεις και την αναβάθμιση των ψηφιακών υποδομών/υπηρεσιών αποτελεί βήμα προς της σωστή κατεύθυνση. Απαιτείται αυξημένη εγρήγορση και στρατηγικός σχεδιασμός προκειμένου να αξιοποιηθούν οι παρούσες ευνοϊκές συνθήκες ώστε η επόμενη δεκαετία να σηματοδοτήσει τον εκσυγχρονισμό της χώρας με όρους κοινωνικά ισόνομης ανάπτυξης. Το διακύβευμα είναι μια περιπέτεια που η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να ξαναπεράσει.
* Ο κ. Δημήτρης Βάγιας εργάζεται στην ΕΚΤ στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας.
Disclaimer: Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο είναι εξολοκλήρου προσωπικές και δεν αντανακλούν σε καμία περίπτωση τις θέσεις της ΕΚΤ.