Αν μελετήσει κάποιος τους αριθμούς που αφορούν τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, θα παρατηρήσει ότι κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2024 τα χρέη του ανήλθαν στα 1,73 δισ. ευρώ, οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις σε 338 εκατ. ευρώ, τα δάνεια σε 980,8 εκατ. ευρώ και οι λοιπές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σε 413,3 εκατ. ευρώ. Ετσι, μοιάζει πραγματικά οξύμωρο πώς μια κομβική εταιρεία με ανοδικά νούμερα σε όλες τις άλλες κρίσιμες κατηγορίες (όπως στην επιβατική κίνηση κ.λπ.), εμφανίζει αυτή την ιλιγγιώδη άνοδο στα χρέη.

Σύμφωνα με το πλάνο της διοίκησης και με βάση την υφιστάμενη έκταση και τους υπάρχοντες διαδρόμους προσγείωσης/απογείωσης του αεροδρομίου, υπάρχει περιθώριο για αύξηση της επιβατικής κίνησης στα 50 εκατ. ετησίως. Ωστόσο, θα απαιτηθούν πρόσθετες επενδύσεις σε τερματικούς σταθμούς και άλλες υποδομές.
Ειδικότερα, η δυναμικότητα του «Ελευθέριος Βενιζέλος» μπορεί να φτάσει τα 33 εκατ. επιβάτες έως το 2028, με επενδύσεις 650 εκατ. ευρώ, τα 40 εκατ. επιβάτες έως τα μέσα της δεκαετίας του 2030 με πρόσθετες επενδύσεις 700 εκατ. ευρώ και τα 50 εκατ. έως το 2045.

Την ίδια ώρα που η πρόβλεψη της IATA κάνει λόγο για αύξηση της επιβατικής κίνησης κατά 2,1% σε ετήσια βάση μακροπρόθεσμα και τον ρυθμό ανάπτυξης την περίοδο 2019-2023 να διαμορφώνεται στο 3,7%, είναι άξιο προβληματισμού με ποιον τρόπο μπορούν να μειωθούν οι υποχρεώσεις των 1,7 δισ. ευρώ.

Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η επιβατική κίνηση στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας το 11μηνο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου ξεπέρασε τα 26 εκατ., προσεγγίζοντας το 100% της χωρητικότητας. Από τα 26 εκατ. ταξιδιώτες, τα 2/3 είναι τουρίστες από το εξωτερικό, με το 87% να επισκέπτεται την Αθήνα για αναψυχή.

Με βάση τις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις για το εννεάμηνο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου, το «Ελ. Βενιζέλος» κατέγραψε κέρδη 188 εκατ. ευρώ και έσοδα 436 εκατ. ευρώ, σημαντικά αυξημένα κατά 22% έναντι των 357 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του ΔΑΑ, το κόστος της πρώτης επέκτασης που προγραμματίζεται για το υφιστάμενο τέρμιναλ, είναι 650 εκατ. ευρώ. Μέχρι το 2025 θα έχει αποδοθεί το 25% της επένδυσης, άλλο ένα 30% το 2026, επιπλέον 25% το 2027 και το υπόλοιπο 20% το 2028. Θα πρόκειται για ακόμα ένα πεδίο διεκδίκησης για τους μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους της χώρας, καθώς θα αφορά ένα πολύ μεγάλο συμβόλαιο και μάλιστα με ορίζοντα ολοκλήρωσης περίπου τα τρία χρόνια.