Η απεργία πείνας του βαρυποινίτη δολοφόνου Δημήτρη Κουφοντίνα έχει ανοίξει πολλά θέματα πολιτικής συζήτησης. Οι γνωστοί αριστεροί κύκλοι ξεκίνησαν δυναμικές κινητοποιήσεις πάνω στη λογική αποδοχής των αιτημάτων του κρατουμένου, ανεξάρτητα αν αυτά συνάδουν με τη λογική μιας έννομης δημοκρατικής τάξης. Γιατί τι ακριβώς επιδιώκει ένας κρατούμενος, αν απειλεί να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο αν δεν μεταφερθεί σε φυλακή της αρεσκείας του; Προφανώς η κίνηση αυτή αποβλέπει στην επικράτηση σε μια μάχη θελήσεων ανάμεσα στη νόμιμη κυβέρνηση μιας χώρας και στους ακτιβιστές κάποιων πολιτικών άκρων. Με μοχλό πίεσης έναν καταδικασμένο τρομοκράτη και την απειλή πως θα θέσει τέλος στη ζωή του, συγκινώντας μέρος της κοινής γνώμης.
Είναι δεδομένο, όπως κάποιοι συνθηματολογούν, πως η δημοκρατία δεν εκδικείται. Εχει όμως δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, η δημοκρατία να αμύνεται. Υπερασπιζόμενη τους κανόνες δικαίου που βάζουν τάξη στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Πολύ περισσότερο, μια φιλελεύθερη δημοκρατία, που στηρίζεται στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην προστασία των ατομικών ελευθεριών, δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να υποκύπτει σε εκβιασμούς. Διότι εκβιασμός ακριβώς είναι η κίνηση κάποιου βαρυποινίτη να απαιτεί ειδική μεταχείριση και επιλογή από τον ίδιο και τους υποστηρικτές του της φυλακής στην οποία θα εγκλειστεί.
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως σεβασμός του φιλελευθερισμού σε μια κοινωνία δεν σημαίνει κατάλυση της έννομης τάξης και αποστέρηση από τη δημόσια διοίκηση του δικαιώματος να αποφασίζει και να κυβερνά. Εφόσον κινείται στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας και δεν αυθαιρετεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διοίκηση ασκεί τις αρμοδιότητές της. Που απλά τυχαίνει να μη συμφωνούν με τις απόψεις του βαρυποινίτη και των υποστηρικτών του. Η καταφυγή στην εκβιαστική μέθοδο της απεργίας πείνας οδηγεί στην ανάδειξη ενός σοβαρού ερωτήματος. Είναι η πολιτεία που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή ενός ανθρώπου και που οφείλει να το αποτρέψει ή ο ίδιος δημιουργεί τις προϋποθέσεις που τον οδηγούν στον θάνατο; Σύμφωνα με τις αρχές του φιλελευθερισμού, που το κράτος πρέπει να απέχει από κάθε είδους καταναγκασμό, οι Αρχές δεν δικαιούνται να επιβάλουν σε κάποιον τον τρόπο στάσης ζωής του, ούτε όμως και να αλλάξουν διοικητική συμπεριφορά λόγω εκβιαστικών διλημμάτων. Εάν κάποιος ηθελημένα οδηγείται σε ακραίες για τη ζωή του καταστάσεις, η ευθύνη είναι καθαρά δική του. Και όχι όσων δεν υπακούουν στον εκβιασμό.
Αναλογιστείτε τι θα μπορούσε να συμβεί αν αντίστοιχα εξεβίαζαν τον τερματισμό της ποινής τους και οτιδήποτε άλλο βιαστές, παιδεραστές κι άλλοι κακούργοι! Θα έπρεπε μήπως, στο όνομα της προστασίας της ανθρώπινης ζωής ή λόγω φόβου ανομίας και καταστροφών από συμπαθούντες έναν κατά συρροή φονιά, να υποχωρήσει και πάλι η έννομη τάξη; Το 1981, στη χρονική ολοκλήρωση των συγκρούσεων στη Β. Ιρλανδία (Τhe Troubles), ξέσπασε μια σειρά απεργιών πείνας κρατουμένων μαχητών του IRA, επειδή κυρίως καταργήθηκε η μέχρι τότε κατηγοριοποίησή τους σαν «αιχμαλώτων πολέμου» και χαρακτηρίστηκαν εγκληματίες. Για 53 ημέρες πολλοί κρατούμενοι κήρυξαν απεργία πείνας με επικεφαλής τον Μπόμπι Σαντς, που ενδιάμεσα είχε εκλεγεί και βουλευτής. Στη λογική πως η έννομη τάξη δεν εκβιάζεται, η κυβέρνηση παρέμεινε ανυποχώρητη. Η απεργία σταμάτησε όταν δέκα απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους! Ουδείς στο Ηνωμένο Βασίλειο, πλην κάποιων ακραίων εξαιρέσεων, μίλησε για παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων και καταστρατήγηση κανόνων του φιλελευθερισμού. Η κεντροαριστερή «Guardian» λ.χ. έγραψε τότε: «Η κυβέρνηση ξεπέρασε τις απεργίες πείνας δείχνοντας εμμονή και αποφασιστικότητα στη θέση πως δεν ανέχεται εκβιασμούς».
Η δημοκρατία οφείλει να αμύνεται, ξεκαθαρίζοντας απόλυτα τις αρχές της…
το άρθρο δημοσιεύθηκε στο in.gr