Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA) έστειλε στο διάστημα ένα «μάτι», το οποίο θα ασχολείται αποκλειστικά με την καλύτερη μελέτη εξωπλανητών που έχουν ήδη ανακαλυφθεί γύρω από εκατοντάδες κοντινά φωτεινά άστρα.
Το δορυφορικό τηλεσκόπιο CHEOPS (Characterising Exoplanet Satellite) εκτοξεύτηκε με επιτυχία το μεσημέρι με ένα ρωσικό πύραυλο «Soyuz-Fregat» από το διαστημοδρόμιο της Ευρώπης στο Κουρού της Γαλλικής Γουιάνας στη Νότια Αμερική.
Τα πρώτα επιστημονικά ευρήματα του τηλεσκοπίου, που θα τεθεί σε τροχιά σε ύψος 700 χιλιομέτρων από τη Γη, αναμένονται στην αρχή του 2020. Αντίθετα με τους άλλους «κυνηγούς» εξωπλανητών, όπως τα αμερικανικά διαστημικά τηλεσκόπια «Κέπλερ» και TESS, το CHEOPS δεν θα κάνει ανακαλύψεις νέων εξωπλανητών, αλλά η αποστολή του είναι να μελετά περαιτέρω πλανήτες που έχουν ήδη βρεθεί.
«Περισσότεροι από 4.000 εξωπλανήτες έχουν ανακαλυφθεί στο γαλαξία μας, αλλά ακόμη γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα γι’ αυτούς τους μακρινούς κόσμους στην κοσμική γειτονιά μας», δήλωσε ο Χάικε Ράουερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Πλανητικής Έρευνας του Γερμανικού Αεροδιαστημικού Κέντρου στο Βερολίνο.
Το CHEOPS αποτελεί μια συνεργασία της ESA με την Ελβετία, με τη συμμετοχή περισσότερων από 100 επιστημόνων και μηχανικών από δέκα ευρωπαϊκά κράτη, με επικεφαλής ερευνητές των πανεπιστημίων της Βέρνης και της Γενεύης (το τελευταίο έχει και την ευθύνη λειτουργίας του τηλεσκοπίου από το έδαφος). Η κατασκευή του μικρού CHEOPS, μήκους και πλάτους ενάμισι μέτρου (έναντι 13,2 επί 4,2 μέτρων που είναι οι διαστάσεις του αμερικανικού διαστημικού τηλεσκοπίου Hubble) και βάρους 300 κιλών, έγινε στην Ισπανία από κοινοπραξία με επικεφαλής την εταιρεία Airbus Defense and Space.
Το CHEOPS θα βάλει στο στόχαστρό του άστρα που έχουν γύρω τους πλανήτες με μέγεθος από αυτό περίπου της Γης μέχρι εκείνο του Ποσειδώνα, δηλαδή με διάμετρο 10.000 έως 50.000 χιλιόμετρα (η Γη έχει 12.742 χλμ). Το τηλεσκόπιο μπορεί να καταγράψει μικρές αλλαγές στη φωτεινότητα ενός άστρου, καθώς περνάει μπροστά του κάποιος πλανήτης. Θα κάνει ακριβείς μετρήσεις και θα δώσει περισσότερες πληροφορίες στους επιστήμονες σχετικά με τη διάμετρο και την πυκνότητα του κάθε εξωπλανήτη, συνεπώς κατά πόσο είναι βραχώδης ή όχι και κατά πόσο μπορεί να διαθέτει ατμόσφαιρα και ωκεανούς, πράγμα που με τη σειρά του δείχνει την πιθανότητα φιλοξενίας ζωής.
Η διάρκειας 3,5 ετών αποστολή ανοίγει το δρόμο για τα επόμενα ευρωπαϊκά διαστημικά τηλεσκόπια εξωπλανητών, τα Plato και Ariel, που σχεδιάζονται να εκτοξευθούν την επόμενη δεκαετία (το πρώτο το 2026 και το δεύτερο το 2028). Από κοινού, αυτά τα νέα τηλεσκόπια θα επιτρέψουν στην Ευρώπη να παραμείνει στην πρωτοπορία της αναζήτησης και της μελέτης εξωπλανητών στο μέλλον.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ, που έχουν σήμερα ως μοναδικό «κυνηγό» εξωπλανητών το διαστημικό τηλεσκόπιο TESS (Transiting Exoplanet Survey Satellite), το διάδοχο του τηλεσκοπίου Κέπλερ, ετοιμάζονται -μετά από πολλές καθυστερήσεις- να στείλουν στο διάστημα το 2021 το πιο μεγάλο έως τώρα τηλεσκόπιο, το James Webb, διάδοχο του Hubble.