Έντονη ανησυχία επικρατεί στους κόλπους της ΕΚΤ πως το δεύτερο κύμα της πανδημίας και η επαναφορά των περιοριστικών μέτρων ενδέχεται να προκαλέσουν και δεύτερο κύμα πτωχεύσεων επιχειρήσεων.
Η εικόνα προκύπτει από τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της Τράπεζας που σκιαγραφούν μια μάλλον δυσοίωνη εικόνα της Ευρωζώνης, με την οικονομία της «πιο ασταθή από όσο είχε προβλεφθεί», εξαιτίας βέβαια των νέων περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας.
Εκδηλώνεται παράλληλα η πρόθεση της Τράπεζας να χορηγήσει νέα στήριξη στην οικονομία της Ευρωζώνης όπως, άλλωστε, έχει αφήσει να εννοηθεί σε συνεντεύξεις της η πρόεδρος, Κριστίν Λαγκάρντ.
Λίγο νωρίτερα ο κορυφαίος οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, είχε προειδοποιήσει πως το τοπίο επιδεινώνεται για τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης, καθώς μειώνεται τόσο η ζήτηση για δάνεια όσο και η προσφορά πιστώσεων. Μιλώντας στο Trinity College στο Δουβλίνο, ο κ. Λέιν δήλωσε ανήσυχος για το ενδεχόμενο να ερμηνεύσουν οι τράπεζες τη μείωση της ζήτησης για δάνεια ως ένδειξη επιδείνωσης της οικονομίας και με τη σειρά τους οι επιχειρήσεις να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα βλέποντας πως οι τράπεζες επιβάλλουν αυστηρότερους όρους.
Προσέθεσε επίσης πως αν οι κυβερνήσεις δεν προσφέρουν την απαιτούμενη στήριξη στις χειμαζόμενες από την πανδημία οικονομίες, μπορεί να επιδεινωθούν αισθητά οι όροι για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Αποφάσεις για τόνωση της οικονομίας
Μετά τη συνεδρίαση στην οποία ρίχνουν φως τα εν λόγω πρακτικά, η ΕΚΤ εξέφρασε την πρόθεση να επανεξετάσει όλο το οπλοστάσιο που έχει στη φαρέτρα της για να προσφέρει την κατάλληλη στήριξη στην Ευρωζώνη. Κατέστη μάλιστα σαφές πως θα ανακοινώσει τα συμπεράσματά της επί του θέματος στην επόμενη συνεδρίασή της στις 10 Δεκεμβρίου.
Αναλυτές και οικονομολόγοι εκτιμούν πως τότε θα ανακοινώσει επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων καθώς και του προγράμματος φτηνών δανείων που χορηγεί στις τράπεζες της Ευρωζώνης. Στην πλειονότητά τους, άλλωστε, οι επενδυτές έχουν ερμηνεύσει τις εξαγγελίες της Τράπεζας ως ένδειξη πως πρόκειται να προχωρήσει σε μία ακόμη πιο αποφασιστική χρήση των εργαλείων της νομισματικής πολιτικής προκειμένου να τονώσει την οικονομία.
Η άκρως αναπτυξιακή της πολιτική έχει, πάντως, αποφέρει καρπούς προ πολλού, καθώς έχει συμπιέσει σημαντικά το κόστος δανεισμού πολλών χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της Γερμανίας, των γνωστών ως bund, έχουν υποχωρήσει κατά δύο μονάδες βάσεις στο -0,59%, ενώ για πρώτη φορά έχουν διολισθήσει σε αρνητικό έδαφος και οι αποδόσεις των δεκαετών της Πορτογαλίας.
Τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης, όμως, προδίδουν πως δεν επικρατεί ομοφωνία ως προς το ποια είναι η ενδεδειγμένη πολιτική εφεξής. Ορισμένα μέλη του Δ.Σ. εξέφρασαν εντεινόμενη ανησυχία για την περίπτωση που η Τράπεζα αποφασίσει να προσφέρει περαιτέρω στήριξη μέσω της νομισματικής της πολιτικής. Επικαλέστηκαν τον κίνδυνο παρενεργειών, ελαχιστοποίησης των κερδών και «δυσανάλογα ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης».
Κάποιοι ανησυχούν για τη… χαλαρή νομισματική πολιτική
Ορισμένα στελέχη της Τράπεζας εξέφρασαν, άλλωστε, ανησυχία ότι η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική ενδέχεται να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις «να αναλάβουν δεσμεύσεις που θα δυσκολευτούν να ανακαλέσουν και επομένως να αυξήσουν τελικά τις δαπάνες περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο για να αντιμετωπίσουν την πανδημία».
Επικαλούμενοι, πάντως, τα αισιόδοξα μηνύματα από το μέτωπο των εμβολίων, ορισμένοι από τους αξιωματούχους της ΕΚΤ θέτουν υπό αμφισβήτηση το πόση στήριξη χρειάζεται πραγματικά η οικονομία. Ενδεικτική η δήλωση του Γκαμπριέλ Μακλούφ, επικεφαλής της Τράπεζας της Ιρλανδίας και μέλους της ΕΚΤ, που τόνισε πως λίγες εβδομάδες πριν θα έβλεπε τα πράγματα κάπως χειρότερα σε σύγκριση με την εικόνα του Σεπτεμβρίου, αλλά «πρέπει να αποτιμήσουμε τώρα την εμφάνιση των εμβολίων και τι μπορεί να συνεπάγονται για την οικονομική δραστηριότητα και την ανάκαμψη».
Από την πλευρά του, πάντως, ο κ. Λέιν αναγνώρισε πως τα εμβόλια αποτελούν «πολύ ευχάριστες ειδήσεις και περιορίζουν την πιθανότητα χειρότερων εξελίξεων», αλλά επέμεινε πως «το νέο κύμα κρουσμάτων και η επαναφορά των περιοριστικών μέτρων αποτελούν προειδοποίηση ότι η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη μακριά και απειλείται από πολλούς κινδύνους».