Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης δίνει νέα πνοή στον θεσμό των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων (ΔΟ) εκσυγχρονίζοντας τη νομοθεσία που τις διέπει προς όφελος κάθε κλάδου του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης.
Στο πλαίσιο αυτό συνέταξε και κατέθεσε τροπολογία με την οποία οριοθετείται η νομική μορφή των διεπαγγελματικών οργανώσεων, ρυθμίζονται και καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αναγνώρισής τους, βελτιώνοντας έτσι σαφώς τα όσα προέβλεπε σχετικά το άρθρο 34 του Νόμου 4384/2016, το οποίο ίσχυε μέχρι σήμερα.
Η τροπολογία αυτή κρίθηκε αναγκαία και κατάλληλη προκειμένου να υποστηριχθεί το αντίστοιχο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης κάθε κλάδου για πρωτοβουλίες έρευνας και καινοτομίας για τα εκπροσωπούμενα αγροτικά προϊόντα.
Αποτελείται από συνολικά έξι άρθρα στα οποία οριοθετείται η νομική μορφή των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων, ρυθμίζονται και καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αναγνώρισής τους και η αντιπροσωπευτικότητά τους και θεσμοθετούνται οι δυνατότητες χρηματοδότησής τους από κρατικές πιστώσεις για την ενίσχυση του έργου τους.
Στις σχετικές διατάξεις αναφέρεται ρητώς ότι «οι ΔΟ που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο που ορίζονται οι διαδικασίες αναγνώρισης, εγγράφονται στο Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών και άλλων συλλογικών φορέων» ενώ «συγκροτούνται, λειτουργούν και αναγνωρίζονται, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και τα συμπληρωματικά εθνικά μέτρα εφαρμογής του».
Παράλληλα διευκρινίζεται ότι «μόνο μία (1) ΔΟ αναγνωρίζεται σε εθνικό επίπεδο για κάθε προϊόν ή κοινή ομάδα προϊόντων, είναι όμως δυνατόν να αναγνωρίζονται ΔΟ σε περιφερειακό επίπεδο».
Σε αντίθεση με το άρθρο 34 του Νόμου 4384/2016 ρυθμίζονται σαφώς οι όροι αντιπροσωπευτικότητάς τους και προστίθεται ότι για την αναγνώριση ίδρυσης και λειτουργίας τους «απαιτείται να αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης αναγνώρισης αντιπροσωπεύουν δια των μελών τους τουλάχιστον το 15% της συνολικής παραγωγής και τουλάχιστον το 15% της μεταποίησης ή/και της εμπορίας συμπεριλαμβανομένης της διανομής, σε κάθε τομέα για τον οποίο ζητείται η αναγνώριση».
Επιπροσθέτως, γίνεται σαφές ότι «οι ΔΟ οφείλουν εντός πέντε ετών από την ημερομηνία αναγνώρισης τους, να αντιπροσωπεύουν διά των μελών τους τουλάχιστον το 30% της συνολικής παραγωγής και τουλάχιστον το 30% της μεταποίησης ή της εμπορίας συμπεριλαμβανομένης της διανομής, σε κάθε τομέα για τον οποίο έχει εκδοθεί απόφαση αναγνώρισης, άλλως η αναγνώριση ανακαλείται με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων».
Σε άλλο άρθρο της τροπολογίας αναφέρεται διεξοδικά η διαδικασία αναγνώρισής τους καθώς και όλα τα δικαιολογητικά που οφείλουν να συνοδεύουν τη σχετική αίτηση η οποία κατατίθεται σε καθ’ ύλη αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ανάλογα με τον τομέα ή τους τομείς για τους οποίους ζητείται η αναγνώριση. Η επιτροπή αυτή εισηγείται σχετικά προς τον υπουργό ο οποίος και αποφασίζει την αναγνώρισή της.
Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των αναγνωρισμένων ΔΟ ορίζεται ότι «είναι δυνατή η θέσπιση εισφοράς επί των μελών τους καθώς και η αξιοποίηση κοινοτικών ή εθνικών προγραμμάτων. Για την ενίσχυση του έργου τους, είναι δυνατό επίσης να χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό καθώς και από όποιο άλλο πόρο που επιτρέπεται από τoν νόμο, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας θέσπισης, με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εισφοράς υπέρ τρίτου και την απόδοσή της στην ΔΟ».
Ο κ. Βορίδης με τη συγκεκριμένη τροπολογία ανοίγει τον δρόμο για τη συγκρότηση της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης της Φέτας, ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημα τριών τουλάχιστον ετών και με αυτό τον τρόπο διασφαλίζει στο μέγιστο βαθμό την υπεράσπιση, την υποστήριξη και την προώθηση του εμβληματικού προϊόντος της πατρίδας μας.
Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με απόφασή του από τις 26 Αυγούστου 2019 είχε καταργήσει προγενέστερη Υπουργική Απόφαση (της 20ης Ιουνίου 2019), η οποία αφορούσε, σύμφωνα με τον τίτλο της, «συμπληρωματικά μέτρα για τις Διεπαγγελματικές Οργανώσεις σε εθνικό επίπεδο», μετά τη σχετική δέσμευση που είχε αναλάβει στη συνάντησή του με εκπροσώπους του συντονιστικού οργάνου των Διεπαγγελματικών, στις 20 Αυγούστου, οι οποίοι είχαν επισημάνει ότι η υπουργική εκείνη απόφαση (η οποία εξεδόθη μεσούσης της προεκλογικής περιόδου) υπεγράφη εν αγνοία τους και χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση ενώ είχαν εκφράσει για μία ακόμη φορά τη διαφωνία τους με τις ρυθμίσεις της.