Ενας από τους λόγους που το ντιμπέιτ κινήθηκε σε τόσο ήπιους τόνους, λένε τα πιο έμπειρα κοινοβουλευτικά στελέχη, ήταν γιατί επρόκειτο για μια συζήτηση «πρώτου γύρου». Που σημαίνει πως, μπορεί μεν να κρίνει το αποτέλεσμα, όμως στην πραγματικότητα είναι μια ευκαιρία τόσο για επιθέσεις στους βασικούς αντιπάλους σου (ή την αποφυγή μιας σφοδρής σύγκρουσης μαζί τους) όσο και για επιθέσεις φιλίας στους υποψηφίους που δυνητικά θα μπορούσαν να ταχθούν υπέρ της υποψηφιότητάς σου στον δεύτερο γύρο.
Με τον τρόπο που διεξάγεται η κεντροαριστερή προεκλογική κούρσα, στην οποία υπάρχει με βάση τις δημοσκοπήσεις ένα γκρουπ με φαβορί και ένα γκρουπ με αουτσάιντερ, ήταν δεδομένο πως και η τηλεμαχία των πέντε θα λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο.
Τόσο ο Νίκος Ανδρουλάκης όσο και ο Ανδρέας Λοβέρδος γνωρίζουν πως τα τρία αουτσάιντερ (Παύλος Γερουλάνος, Παύλος Χρηστίδης, Χάρης Καστανίδης), εκτός από τις ψήφους που κόβουν (περισσότερο ή λιγότερο) από τους ίδιους, κάνουν το ίδιο και για τον Γιώργο Παπανδρέου – Καστανίδης θεωρείται εκείνος που κερδίζει περισσότερο από τον πρώην πρωθυπουργό, ο Παύλος Γερουλάνος έχει απήχηση τόσο σε ψηφοφόρους του Παπανδρέου όσο και ψηφοφόρους του Ανδρουλάκη, ενώ η παρουσία Χρηστίδη «εμποδίζει» ένα κομμάτι της νεολαίας να στραφεί προς την πλευρά τού επίσης νέου ευρωβουλευτή.
Καθόλου τυχαία δεν ήταν ούτε η επιλογή του Ανδρουλάκη να απευθύνει την προσωπική ερώτηση στον Καστανίδη ούτε, αντίστοιχα, η επιλογή του Λοβέρδου προς τον Γερουλάνο: οι υποψήφιοι ψάχνουν να βρουν όχι μόνο πώς θα ενισχυθούν οι ίδιοι, αλλά πώς θα πλήξουν (έστω έμμεσα) τους αντιπάλους τους – στα λόγια, πάντως, επειδή όλοι θεωρούν αναγκαίο να διατηρούν ενωτικό προφίλ, αφήνουν μόνο μικρές αιχμές προς την πλευρά των συνυποψήφιων τους, χωρίς ποτέ να επιτρέπουν μια συζήτηση ή μια ομιλία να ξεφύγει. Οι «μικροί», από τη δική τους πλευρά, έχουν έναν ρόλο – κλειδί: αν, τελικά, οι δημοσκοπήσεις επαληθευτούν και δεν βρεθούμε μπροστά σε μια έκπληξη, η μεγαλύτερή τους επίδοση θα είναι το εισιτήριο για την επόμενη ημέρα, εξασφαλίζοντας τους μια θέση στον στενό κομματικό πυρήνα.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, σ’ αυτές τις εκλογές η στρατηγική του δεύτερου γύρου έχει τις δυσκολίες της. Κυρίως όχι γιατί τα φαβορί δεν γνωρίζουν σε ποιον πρέπει να απευθυνθούν, αλλά γιατί τα αουτσάιντερ δεν γνωρίζουν με βεβαιότητα το δίδυμο που θα διεκδικήσει την ηγεσία στις 12 Δεκεμβρίου – αποτέλεσμα από τον πρώτο γύρο, με κάποιον εκ των υποψηφίων να συγκεντρώνει πάνω από το 50% των ψήφων, φαίνεται από δύσκολο έως αδύνατο σ’ αυτή τη φάση. Απαντες πλέον συμφωνούν ότι τα νούμερα των τριών πρώτων είναι τόσο κοντινά που δεν επιτρέπουν σίγουρες προβλέψεις – για να δοθούν οι απαραίτητες στηρίξεις, δε, σημασία δεν έχουν μόνο τα πρόσωπα που θα κυριαρχήσουν, αλλά και η σειρά και τα ποσοστά με τα οποία θα οδεύσουν στον δεύτερο γύρο. Ειδικά για εκείνους που δεν αποτελούν δεξαμενές μόνο για έναν, αλλά και για τους δύο.
Κυρίως στις εκλογές του 2017, που προσομοιάζουν αρκετά με τις σημερινές, στο τέλος επικράτησαν εκείνοι που σκέφτηκαν όχι τι θα συμβεί στον δεύτερο γύρο, αλλά τι θα συμβεί στον πρώτο – με αυτή την κεκτημένη ταχύτητα, η Γεννηματά σχεδόν έφτασε το ποσοστό που απαιτούνταν από την πρώτη Κυριακή. Τότε όμως ήταν ξεκάθαρο φαβορί σε μια κούρσα στην οποία ο δεύτερος φάνηκε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους μετά τα μισά της διαδρομής. Αυτή τη φορά, ο αριθμός των φαβορί, αλλά και η αδυναμία των ερευνών γνώμης, δεν επιτρέπουν την επανάληψη μιας τέτοιας στρατηγικής. Αντιθέτως, «δείχνει» σχεδόν αυτονόητα προς τους υποψηφίους εκείνους με τους οποίους θα μπορούσε να υπάρξει συνεννόηση.
Ζήτημα, όμως, είναι και η τελική επιλογή των αουτσάιντερ, τα οποία κατέβηκαν στο ντιμπέιτ με ξεκάθαρο λόγο και διεξάγουν μια καμπάνια περισσότερο τολμηρή και περισσότερο πολιτική από τα φαβορί – απελευθερωμένα από τις διαρκείς ερωτήσεις των δημοσιογράφων για τις μετεκλογικές συνεργασίες, για παράδειγμα. Η δική τους απόφαση θα είναι καθοριστική, καθώς με άλλους συνυποψήφιους τους μπορεί να είναι πιο κοντά ιδεολογικά, όμως με άλλους να έχουν καλύτερη χημεία – και, τελικά. ενδεχομένως στραφούν δημοσίως πιο εύκολα στους δεύτερους παρά στους πρώτους στην κάλπη της 12ης Δεκεμβρίου. Γι’ αυτό τόσο στο στρατόπεδο του Λοβέρδου όσο και σ’ αυτό του Ανδρουλάκη θεωρούν ότι διατηρούν ένα προβάδισμα σε περίπτωση που βρεθούν στον δεύτερο γύρο με τον Παπανδρέου. Στην πλευρά του πρώην πρωθυπουργού, από την άλλη, βλέπουν ότι εκείνοι έχουν πολλές μικρότερες δεξαμενές να διαλέξουν, οι οποίες, ανεξάρτητα από την στήριξη που επισήμως θα προσφέρει κάποιος υποψήφιος, μπορεί να λειτουργήσουν βοηθητικά στην υποψηφιότητα του Παπανδρέου. Αν πάλι, στον δεύτερο γύρο βρεθεί το δίδυμο Λοβέρδος -Ανδρουλάκης, τότε το αποτέλεσμα θα κριθεί από τη στάση των παπανδρεϊκών ψηφοφόρων.
Πηγή: Τα Νέα