Με τον νέο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση, εξορθολογίζονται οι κανόνες που αφορούν στην απώλεια των ρυθμίσεων στην Εφορία.

Αυτό που ισχύει σήμερα- και είναι νόμος που θεσπίστηκε την μνημονιακή περίοδο- προβλέπει παράλογες και πρακτικά ανεφάρμοστες προϋποθέσεις προκειμένου ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να μην χάσει τη ρύθμιση του. Συγκεκριμένα, θα πρέπει ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ να ελέγχει ανά πάσα στιγμή όχι μόνο εάν η κάθε ρύθμιση είναι ενήμερη, αλλά και εάν έχουν υποβληθεί όλες οι δηλώσεις και δεν έχουν δημιουργηθεί νέα ληξιπρόθεσμα. Η ρύθμιση αυτή «πέφτει» αν διαπιστωθεί η μη υποβολή δήλωσης ή μια νέα ληξιπρόθεσμη οφειλή που μπορεί να προέκυψε λόγω καθυστέρησης -έστω μιας ημέρας- στην πληρωμή της. Οι άκρως αυστηρές αυτές προβλέψεις του νόμου είχαν ως αποτέλεσμα χιλιάδες οφειλέτες να πρέπει να χάνουν τις ρυθμίσεις τους για λόγους που δεν αφορούν αυτήν καθεαυτή την έγκαιρη αποπληρωμή τους αλλά λόγω καθυστερήσεων- συχνά λίγων ημερών ή και λίγων ωρών- τακτοποίησης άλλων φορολογικών τους υποχρεώσεων.

Το πλαίσιο αυτό, με τον νέο νόμο, αλλάζει. Πλέον πάμε σε ένα σε κεντρικό ψηφιακό σύστημα τυποποιημένης παρακολούθησης τωνπαραπάνω υποχρεώσεων, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Δίνεται η δυνατότητα πληρωμής των παραπάνω και η τακτοποίηση των οφειλών που δεν περιλαμβάνονται στη ρύθμιση εντός 3 μηνών προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια της ρύθμισης. Και παράλληλα εισάγουμε και ένα μηχανισμό έγκαιρης ειδοποίησης για επικείμενη απώλεια ρύθμισης.

Επομένως:

1. Όλες οι προϋποθέσεις τήρησης της ρύθμισης θα παρακολουθούνται ψηφιακά και κεντρικά,

2. ⁠Εάν ο φορολογούμενος δεν τηρεί κάποια από τις προϋποθέσεις, θα λαμβάνει ειδοποιήσεις συμμόρφωσης ώστε σε εύλογο χρόνο να τακτοποιήσει την εκκρεμότητα που δημιούργησε,

3. ⁠Εάν δεν το κάνει, η απώλεια της ρύθμισης θα γίνεται με κεντρική διαδικασία και όχι από τον κάθε τοπικό Προϊστάμενο ΔΟΥ.

Συνεπώς, το νέο πλαίσιο που εισάγεται «θωρακίζει» την απρόσκοπτη αποπληρωμή των ρυθμίσεων, ενισχύει τα φορολογικά έσοδα, αυτοματοποιεί την διαδικασία και ενισχύει την διαφάνεια μεταξύ του οφειλέτη και της φορολογικής αρχής.