Ολοκληρώθηκε η άτυπη Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που πραγματοποιείτο σήμερα, Παρασκευή, στη Γρανάδα της Ισπανίας και στη διακήρυξη που εκδόθηκε μετά το πέρας των εργασιών τέθηκαν δόθηκε έμφαση στην οικονομία. Ακόμα, ειδική αναφορά έγινε και στο ζήτημα της διευρύνσης της ΕΕ με την ένταξη νέων κρατών. Ωστόσο, δεν έγινε κάποια αναφορά στο ζήτημα του Μεταναστευτικού, ύστερα από βέτο των ηγετών της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. 

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, πιο συγκεκριμένα, δήλωσαν αποφασισμένοι να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, να τεθούν στην πρώτη γραμμή των νέων, πράσινων και ψηφιακών τεχνολογιών και να περιορίσουν την εξάρτησή τους από τρίτες χώρες, ιδίως την Κίνα.

Αναφέρουν ότι η πανδημία της Covid-19 και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 έθεσαν σε δοκιμασία την ανθεκτικότητα της Ένωσης και τώρα χρειάζεται να δώσει ώθηση στην ανταγωνιστικότητά της. Οι «27» συμφώνησαν ότι είναι αναγκαίο να περιορίσουν την εξωτερική εξάρτησή τους σε ό,τι αφορά τις ψηφιακές και πράσινες τεχνολογίες, τις πρώτες ύλες και τα φάρμακα και να ενισχύουν στις επενδύσεις στην έρευνα και τις δεξιότητες.

«Θα ενισχύσουμε τη θέση μας ως βιομηχανική, τεχνολογική και εμπορική δύναμη, δίνοντας έμφαση ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπου έχουμε ήδη το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή μπορούμε να γίνουμε πρωτοπόροι» αναφέρεται στο ανακοινωθέν.

Στο κείμενο αυτό αναμένεται ότι θα βασιστούν τους επόμενους μήνες οι συζητήσεις γύρω από τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον αυστηρότερο έλεγχο των εξαγωγών τεχνολογίας, ιδίως των τεχνολογιών εκείνων που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς.

Η Κομισιόν σκοπεύει να συνεργαστεί με τις 27 χώρες μέλη για να αξιολογήσει, μέχρι τα τέλη του έτους, αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος για την οικονομική ασφάλεια της Ένωσης που να συνδέεται με τους προηγμένους ημιαγωγούς, την τεχνητή νοημοσύνη, την κβαντική τεχνολογία και τη βιοτεχνολογία. Η αξιολόγηση αυτή αποτελεί μέρος της Στρατηγικής για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής ασφάλειας που παρουσίασε η Επιτροπή τον Ιούνιο και αφορά την ενίσχυση της έρευνας και της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ, τη σύναψη συμμαχιών με αξιόπιστους εταίρους και τη χρήση των υφιστάμενων εργαλείων εμπορικής άμυνας. Τα εργαλεία αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην έρευνα για το αν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα από την Κίνα επωφελούνται αθέμιτα από τις επιδοτήσεις εκεί. Είναι πιθανόν να ακολουθήσουν έρευνες και για άλλες κινεζικές εξαγωγές, όπως των ανεμογεννητριών, είπε μια πηγή της ΕΕ.

Μέρος της συζήτησης θα επικεντρωθεί στο κατά πόσο οι χώρες είναι πρόθυμες να εναρμονίσουν την πολιτική τους για την εθνική ασφάλεια και να μεταφέρουν ορισμένες εξουσίες στις Βρυξέλλες.

Μια άλλη πτυχή είναι ο βαθμός στον οποίο οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές σε ξένες εταιρίες. Χώρες όπως η Σουηδία και η Ολλανδία θέλουν πιο ανοιχτές αγορές ενώ άλλες, όπως η Γαλλία, εστιάζουν στην προστασία των ντόπιων παραγωγών.

«Τα επίδοξα μέλη πρέπει να εντείνουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές τους»

Επίσης, σχετικά με τη διεύρυνση της ΕΕ και την ευρωπαϊκή προοπτική των υποψήφιων προς ένταξη μελών. Στο κείμενο της διακήρυξης, αναφορικά με τη διεύρυνση, γίνεται λόγος για «επένδυση στην ειρήνη, την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την ευημερία». Ταυτόχρονα όμως είπαν ότι τόσο η ΕΕ όσο και τα επίδοξα μέλη –Ουκρανία, Μολδαβία και χώρες των Δυτικών Βαλκανίων– θα χρειαστεί να κάνουν μεγάλες αλλαγές ώστε να προετοιμαστούν για μια διευρυμένη Ένωση.

«Τα επίδοξα μέλη πρέπει να εντείνουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές τους, ιδίως σε ό,τι αφορά το κράτος δικαίου» αναφέρεται στο ανακοινωθέν.

Οι χώρες θα πρέπει να πληρούν ορισμένα νομικά, οικονομικά και δημοκρατικά κριτήρια ώστε να ενταχθούν στην ΕΕ και η διαδικασία μπορεί να κρατήσει χρόνια. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να αναθεωρήσει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και τους δημοσιονομικούς κανόνες ώστε να υποδεχθεί νέα μέλη.

Ο Σαρλ Μισέλ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είχε προτείνει η Ένωση να είναι έτοιμη για διεύρυνση μέχρι το 2030, εκτιμώντας ότι ο καθορισμός αυτού του χρονοδιαγράμματος θα ενθαρρύνει τόσο την ΕΕ όσο και τις υποψήφιες χώρες να εντείνουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές τους. «Το σημαντικό είναι να σταματήσουμε να χρονοτριβούμε», είπε σήμερα, στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε με τη λήξη της συνόδου.

Άλλοι ηγέτες όμως δεν αντιμετωπίζουν με ενθουσιασμό αυτήν την ιδέα, επιμένοντας ότι οι υποψήφιες χώρες θα πρέπει να πληρούν τα κριτήρια που θέτει η ΕΕ.

«Η διαδικασία είναι αξιοκρατική», σχολίασε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Υπάρχουν σαφείς κανόνες, ορόσημα που πρέπει να επιτευχθούν», πρόσθεσε.