Σύμφωνα με άρθρο του The Economist, η δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεκινήσει με μια άνευ προηγουμένου ένταση, η οποία συγκρίνεται μόνο με τις πρώτες μέρες του Φραγκλίνου Ρούζβελτ. Το περιοδικό τονίζει ότι η αμερικανική κοινωνία δεν διερωτάται πλέον ποια θα είναι η φύση της διακυβέρνησής του—το ερώτημα είναι αν το σχέδιό του θα πετύχει.

Ο Τραμπ επιδιώκει μια θεμελιώδη αναδιάταξη της Αμερικής: της οικονομίας, της κρατικής λειτουργίας, ακόμα και της έννοιας του τι σημαίνει «Αμερική» ως ιδέα. Βασίζεται σε δύο βασικούς άξονες:

  1. Ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας πέρα από τα συνήθη όρια.
  2. Αποδυνάμωση θεσμών που θεωρεί ότι υπηρετούν μια «φιλελεύθερη ελίτ» — όπως τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, η Δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση.

Η φράση του Νίξον και το παράδειγμα του Όρμπαν

Το Economist τον παρομοιάζει με τον Ρίτσαρντ Νίξον, παραθέτοντας τη φράση του: «Αν το κάνει ο πρόεδρος, είναι νόμιμο», υπονοώντας ότι ο Τραμπ φαίνεται να επαναφέρει αυτόν τον τρόπο σκέψης στο προσκήνιο.

Η προσέγγιση αυτή θέτει σε αμφισβήτηση κρίσιμες αρχές: την ανεξαρτησία των θεσμών, την αξία του πλουραλισμού, τη συνύπαρξη διαφορετικών πολιτικών προσεγγίσεων εντός ενός κοινού πλαισίου συνταγματικής τάξης.

Το άρθρο επισημαίνει ότι, αν δεν υπάρξει ανάσχεση, η διοίκηση Τραμπ ενδέχεται να κινηθεί προς αυταρχικά μοντέλα διακυβέρνησης.

Κάποιοι από τους θεωρητικούς του κινήματος MAGA δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους για το ουγγρικό μοντέλο του Βίκτορ Ορμπαν, με κρατικό έλεγχο επί της Δικαιοσύνης, των πανεπιστημίων και των μέσων ενημέρωσης.

Οι τρεις πηγές αντίστασης στον Ντόναλντ Τραμπ

Παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό σύστημα δεν επιτρέπει τέτοιο βαθμό συγκέντρωσης εξουσίας, το άρθρο σημειώνει ότι ο πρόεδρος μπορεί να ενεργοποιήσει σειρά εξαιρέσεων που προβλέπονται για περιόδους «έκτακτης ανάγκης» και να ασκήσει πίεση στους θεσμούς.

Παρότι η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή είναι οριακή και βασίστηκε σε συγκυριακές απώλειες Δημοκρατικών βουλευτών, ο Τραμπ έχει μέχρι στιγμής κινηθεί χωρίς σοβαρά εμπόδια.

Ωστόσο, το Economist επισημαίνει τρεις πηγές αντίστασης που ήδη διαφαίνονται:

  • Οι αγορές, που αντέδρασαν έντονα σε πρωτοβουλίες όπως οι «ανταποδοτικοί» δασμοί και η απειλή αποπομπής του επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Ο Τραμπ υπαναχώρησε σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποδηλώνοντας την ευαισθησία του σε ενδείξεις οικονομικής αποσταθεροποίησης.
  • Οι ψηφοφόροι, περιλαμβανομένων και Ρεπουμπλικανών. Η υποστήριξή του στις κρίσιμες πολιτείες έχει ήδη υποχωρήσει κάτω από το 50%. Αν η οικονομία εισέλθει σε φάση επιβράδυνσης ή πληθωρισμού, αυτό μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό.
  • Η Δικαιοσύνη, η οποία –παρά την αργή της λειτουργία– έχει ήδη εκδώσει ομόφωνες αποφάσεις κατά της διοίκησης. Ανώτατα Δικαστήρια ενδέχεται να κρίνουν αντισυνταγματικές πρωτοβουλίες όπως η απόλυση αξιωματούχων χωρίς έγκριση του Κογκρέσου ή η χρήση «προνοιών ανάγκης» για να παρακαμφθεί η νομοθετική εξουσία.

Θα μπορέσουν οι ΗΠΑ να ξεπεράσουν την επιθετική «επανάσταση εκ των έσω»;

Το περιοδικό προειδοποιεί ότι ακόμη κι αν ο Τραμπ τελικά ηττηθεί, το κόστος της προεδρίας του θα παραμείνει: θεσμική αποσταθεροποίηση, αποδυνάμωση συμμαχιών, διάβρωση της εμπιστοσύνης στους μηχανισμούς ελέγχου της εξουσίας.

Επιπλέον, αν νιώσει ότι περιορίζεται, είναι πιθανό –σύμφωνα με τον Economist– να κλιμακώσει τις επιθέσεις του στους πολιτικούς αντιπάλους, να εργαλειοποιήσει περαιτέρω το υπουργείο Δικαιοσύνης και να προκαλέσει εξωτερικές κρίσεις, όπως έχει αφήσει να εννοηθεί σε περιπτώσεις όπως η Γροιλανδία ή ο Παναμάς.

Το άρθρο κλείνει με την επισήμανση ότι το ζητούμενο δεν είναι απλώς η εκλογική τύχη του Τραμπ, αλλά το κατά πόσον το αμερικανικό σύστημα –με όλες τις αδυναμίες και τα αντίβαρά του– θα αποδειχθεί ικανό να απορροφήσει και να ξεπεράσει μια τόσο επιθετική μορφή «επανάστασης εκ των έσω».