Δύσκολοι καιροί για τους «μικρούς» πολιτικούς σχηματισμούς καθώς συμπιέζονται από το πολωτικό κλίμα μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων σε συνδυασμό με τη δυσκολία να «καταλάβουν» τον τηλεοπτικό χώρο για να προβάλουν τις θέσεις τους.

Στις 14 Μαϊου η ΛαΪκή Ενότητα κατέθεσε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτημα την ακύρωση και αναστολή της κυβερνητικής απόφασης που –όπως υποστηρίζει- κατανέμει άδικα και παράνομα σε βάρος της ΛΑ.Ε τον προεκλογικό τηλεοπτικό χρόνο, εξισώνοντας αυθαίρετα την Λαϊκή Ενότητα με τον τηλεοπτικό χρόνο που δίδεται στην κ.Παπακώστα.
Όπως δήλωσε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης υβέρνηση και σύστημα μαζί με τα ελεγχόμενα από το σύστημα μέσα ενημέρωσης φιμώνουν και ενταφιάζουν την Λαϊκή Ενότητα (ΛΑ.Ε).
Ο επικεφαλής της ΛΑΕ χαρακτηρίζει την απόφαση αυθαίρετη, παράνομη μεροληπτική και αντισυνταγματική τονίζοντας ότι αυτή η κυβέρνηση δεν είναι κυβέρνηση της Αριστεράς αλλά αντιθέτως μια αντιαριστερή κυβέρνηση.
Είναι αδιανόητο-προσθέτει- όχι μόνο να φιμωνόμεθα από τα περισσότερα συστημικά ΜΜΕ και με κυβερνητικές αποφάσεις να πετσοκόβεται ο προεκλογικός μας τηλεοπτικός χρόνος. Είναι αδιανόητο να πηγαίνουμε σε εκλογές υπόδικοι, με πέντε δικαστικές εκκρεμότητες σε βάρος μου και άλλες τόσες δικαστικές υποθέσεις σε βάρος δεκάδων στελεχών της Λαϊκής Ενότητας για τους αγώνες μας κατά των πλειστηριασμών.

«Είμαστε ένα κόμμα που έλαβε το 2,9% των ψήφων με πλήρη ψηφοδέλτια σε όλη την επικράτεια στις προηγούμενες εκλογές, έχουμε ευρωβουλευτή και συνεχή αδιάλειπτη και πρωτοπόρα πολιτική δράση σε όλα τα μέτωπα» η θέση που προβάλει η ΛΑ.Ε σημειώνοντας ό,τι ο χρόνος διαφημιστικής προβολής των κομμάτων, όπως έχει προβληθεί, προσβάλλει την αρχή της αναλογικής ισότητας.
Εν των μεταξύ σε συλλογικό κείμενο τους ενόψει των ευρωεκλογών έξι υποψήφιοι ευρωβουλευτές της ΛΑ.Ε , Σπύρος Δρίτσας , Στάθης Κουβελάκης, Μάνια Μπαρσέφσκη, Μαρία Μπόλαρη, Αντώνης Σιγάλας, Χρήστος Σταυρακάκης και Ντίνα Σωτηριάδη τονίζουν μεταξύ άλλων ΄΄
Όπως ζήσαμε την περίοδο 2010-2015, αλλά και όπως είδαμε από την εμπειρία του Brexit, η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, αν και είναι αναγκαία συνθήκη, δεν είναι η μοναδική συνθήκη για την υπεράσπιση των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων. Γι’ αυτό και επιμένουμε στην ανάγκη η ρήξη να ακολουθείται από ένα σαφές μεταβατικό πρόγραμμα που θα λογοδοτεί στις εργατικές-λαϊκές ανάγκες και θα εντάσσει την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού μέσα στη γενικότερη διεκδίκηση της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης.
Η παραδοσιακή Δεξιά και η σοσιαλφιλελεύθερη σοσαλδημοκρατία, έχοντας συγκυβερνήσει επί μακρόν σε χώρες καθοριστικής σημασίας όπως η Γερμανία, σκιαγραφούν πλέον την έννοια του «ακραίου κέντρου», ως της δύναμης που έχει αναδείξει ως σήμα κατατεθέν την Ευρωπαϊκή ενοποίηση δια της προσήλωσης στον νεοφιλελευθερισμό. Σε αυτόν τον χώρο εντάχθηκαν και οι δυνάμεις της «κεντροαριστεράς», σε αυτόν το χώρο εντάσσει πλέον τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ο Αλ. Τσίπρας.
Εκτιμούν παράλληλα ότι το δρόμο για την άνοδο της ακροδεξιάς «στρώνουν» οι κυβερνητικές πολιτικές της λιτότητας και της περιφρόνησης της λαϊκής κυριαρχίας της Δεξιάς, της σοσιαλδημοκρατίας, της κεντροαριστεράς
Μπ.Μ.