Αίτηση αναίρεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία κρίθηκαν αθώα τα δύο αδέλφια, 41 και 49 ετών, που μέχρι πρότινος φέρονταν ως δράστες της δολοφονίας του Γιώργου Καραΐβάζ κατέθεσαν οι συνήγοροι της οικογένειας του δημοσιογράφου που επισκέφθηκαν την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη.
Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα απορρίφθηκε η αίτηση έφεσης που κατέθεσε η οικογένεια του δημοσιογράφου στην Εισαγγελία Εφετών κατά τις πρωτόδικης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τα αποδεικτικά έγγραφα και στοιχεία, αλλά και τις καταθέσεις, ενώ προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της ποινικής νομοθεσίας, μη λαμβάνοντας υπόψη του βασικά έγγραφα της υπόθεσης.
Οι συνήγοροι της μητέρας και της αδελφής του Γιώργου Καραϊβάζ, Ρόη Παυλέα και Σπύρος Χαριτάτος, επισκέφθηκαν την κ. Αδειλινή και σε δηλώσεις τους εξερχόμενοι του δικαστικού μεγάρου ανέφεραν ότι η εισαγγελική λειτουργός τούς ενημέρωσε πως ήδη έχει παρέμβει αυτεπάγγελτα και έχει αναθέσει σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να μελετήσει το ενδεχόμενο άσκησης αναίρεσης στην πρωτόδικη αθωωτική απόφαση.
Οι δύο νομικοί υποστήριξαν ότι η απόφαση του ΜΟΔ «πάσχει από απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση της δημοσιότητας της δίκης, διότι, όπως διαπίστωσε και η εισαγγελέας της έδρας κι έχει καταγραφεί στα πρακτικά, το αναγνωστέο σχετικό 33 που βρισκόταν σε cd έχει καταστραφεί». Πλην, όμως, το δικαστήριο θεώρησε, εσφαλμένα, ότι αν και καταστραμμένο μπορεί να θεωρηθεί ως αναγνωσμένο. Ως εκ τούτου, παραβιάστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και της παραβιάσεως της δημοσιότητας της διαδικασίας.
Επίσης, υπογράμμισαν ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από «έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα», προσθέτοντας πως «η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική κι εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, εντείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ενοχή ή την αθωότητα αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση».
Ακόμη, ανέφεραν στην αίτηση τους ότι «λήφθηκαν υπόψη καταφανώς ψευδείς καταθέσεις ενώ η μείζονος αξίας ένορκη κατάθεση του αστυνομικού υπαλλήλου Λάμπρου Κολοβού, ο οποίος διαδραμάτισε ρυθμιστικό ρόλο στη διερεύνηση της ανθρωποκτονίας, ουδαμού στο αιτιολογικό της απόρριψης μνημονεύεται».