Το δημόσιο χρέος είναι υψηλότερο και αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι προβλεπόταν πριν από την πανδημία του κορονοϊού, κυρίως λόγω των ΗΠΑ και της Κίνας, των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, δήλωσε την Τετάρτη υψηλόβαθμο στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.

Το 60% των χωρών προβλέπεται να έχουν μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μέχρι το 2028 μετά την άνοδο λόγω της πανδημίας, αλλά ένας σημαντικός αριθμός μεγάλων οικονομιών, συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας, της Κίνα και των ΗΠΑ, σημειώνουν ταχεία αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.

Ο διευθυντής Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ, Βιτόρ Γκασπάρ, δήλωσε ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε σχεδόν στο 100% του ΑΕΠ το 2020 πριν σημειώσει την πιο έντονη πτώση του τα τελευταία 70 χρόνια μέχρι το 2022, αν και παραμένει κατά περίπου 8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το προ της πανδημίας επίπεδο.

Αντί να ομαλοποιηθεί, το ποσοστό αναμένεται να αρχίσει να αυξάνεται και πάλι φέτος, φτάνοντας το 99,6% του ΑΕΠ το 2028, στο τελευταίο έτος του ορίζοντας των προβλέψεων του ΔΝΤ, είπε ο Γκασπάρ.

“Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μεγάλων προηγμένων οικονομιών, μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών, όπου ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί γρήγορα και αυτή η λίστα χωρών περιλαμβάνει τη Βραζιλία, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Αφρική, την Τουρκία, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο”, δήλωσε ο Γκασπάρ στο Reuters. “Και η ισχυρότερη επίδραση προέρχεται από τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες (σ.σ. ΗΠΑ και Κίνα)”, πρόσθεσε.

Αντίθετα, στις αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλό εισόδημα, η αύξηση του λόγου του χρέους κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν πολύ μέτρια και τώρα αναμένεται να πέσει στα επίπεδα που προβλέπονταν πριν από την πανδημία τα επόμενα χρόνια, τόνισε ο ίδιος. Οι αυστηρότεροι δημοσιονομικοί περιορισμοί και η επισιτιστική ανασφάλεια είχαν ανακόψει τη μείωση της φτώχειας και εμπόδισαν την περαιτέρω πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, ανέφερε το ΔΝΤ στην έκθεση Fiscal Monitor.

Μελλοντικά, όλες οι χώρες θα πρέπει να συνεργαστούν στενά προς τις νομισματικές πολιτικές τους με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού και να δημιουργήσουν “μαξιλάρια” ασφαλείας που θα μπορούσαν χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση κρίσης, δήλωσε ακόμη ο Γκασπάρ, τονίζοντας ότι οι χώρες χωρίς επαρκή “μαξιλάρια” θα υποστούν τις μεγαλύτερες υφέσεις σε περίπτωση κρίσης.

Η έκθεση του ΔΝΤ αναφέρει ότι οι πρόσφατες τραπεζικές αναταραχές στις ΗΠΑ και την Ελβετία αύξησαν τους κινδύνους επέκτασης μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στους ισολογισμούς του δημόσιου τομέα αν οι κυβερνήσεις καλούνταν να παρέμβουν.

Για να προφυλαχθούν από περαιτέρω προβλήματα, οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο ενίσχυσης των πλαισίων διαχείρισης κρίσεων και των καθεστώτων τους για την αντιμετώπιση προβληματικών ιδρυμάτων.