Η 34χρονη, η 35χρονη, η 10χρονη και ένας «γιατρός», συνθέτουν την αθλιότητα ενός μιντιακού τοπίου που στην πλειονότητα του δεν τιμά την ελληνική δημοσιογραφία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανέκαθεν το «αίμα» και το «σπέρμα» αποτελούσαν το δέλεαρ προκειμένου οι αναγνώστες να αγοράσουν την εφημερίδα, οι ακροατές να μείνουν με την βελόνα του ραδιοφώνου τους καρφωμένη στην ίδια συχνότητα και η τηλεθέαση να χτυπήσει κόκκινο. Και όλα αυτά φυσικά συμβάνουν και εις Παρισίους. Όλοι δε εμείς που μοιρολογούμε, έχουμε υποκύψει στον πειρασμό να φουσκώσουμε ένα γεγονός ή να εισβάλουμε στην προσωπική ζωή των πρωταγωνιστών μιας είδησης προκειμένου να αυξήσουμε την κυκλοφορία του Μέσου ή το traffic του site.

Δυστυχώς έτσι γίνεται και έτσι θα συνεχιστεί, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Προσωπικά δεν μου αρέσει, όπως δεν μου αρέσουν και άλλα πράγματα, αλλά σκασίλα σας. Η… «αποκαλυπτική» δημοσιογραφία, ή με την τρέχουσα ορολογία «ερευνητική» δημοσιογραφία, έλκει ακόμη κι όσους την καταδικάζουν δημοσίως. Γι αυτό και προηγουμένως ανέφερα ότι αυτού του είδους τα ρεπορτάζ δεν θα σταματήσουν. Το μόνο, ίσως, που χρειάζεται πλέον να κάνουμε είναι να σεβαστούμε την ιδιωτικότητα αφού δεν μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε το δημοσιογραφικό μας ορμέμφυτο. Και αναφέρομαι κυρίως στις «λεπτομέρειες» που αφορούν παιδιά, όπως στην περίπτωση της 10χρονης. Αλήθεια, αναρωτηθήκατε πως αυτό το κορίτσι θα αντικρίσει τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες της; Πως θα την αντιμετωπίσουν οι δάσκαλοί της και πως θα αισθάνεται η ίδια διαβάζοντας τα ρεπορτάζ μετά από 5, 10 και 20 χρόνια;

Δεν πιστεύω ότι η δημοσιογραφία, όπως είχε πει ο Όσκαρ Ουάιλντ, επιβεβαιώνει την δαρβινική αρχή περί της επιβίωσης του χυδαιότερου. Και μόνο στην ιδέα ενός κόσμου χωρίς ΜΜΕ και δημοσιογράφους ανατριχιάζω. Όσο ανατριχιαστικό είναι αυτό που γίνεται από μερίδα του Τύπου, άλλο τόσο και περισσότερο ανατριχιαστικό θα ήταν ο Τύπος να χάσει την γεννεσιουργό αιτία της ύπαρξης του. Είμαι της άποψης του ιταλού συγγραφέα Ντίνο Σέγκρε ότι, αν οι δημοσιογράφοι έπρεπε να γράφουν μόνο όσα πιστεύουν, οι σελίδες των εφημερίδων θα έμεναν κενές. Συνακόλουθα στο ραδιόφωνο θα ακούγαμε μόνο μουσική, στην τηλεόραση θα βλέπαμε μόνο σίριαλς και στις ιστοσελίδες θα κλικάραμε εικόνες.

Προφανώς η χυδαιότητα δεν συνάδει με την δημοσιογραφία, ακόμη και όταν η δημοσιογραφία κακοποιείται από τους δημοσιογράφους. Εμφανώς το πρόβλημα εστιάζεται σε μια μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων, αλλά και στο γεγονός ότι οι περισσότεροι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ δεν έχουν ανοίξει ούτε ένα βιβλίο λογοτεχνίας, στερούνται δημοσιογραφικής παιδείας και βέβαια αξιοποιούν στο έπακρο την έλλειψη ενσυναίσθησης που διακρίνει όσους δημοσιογράφους γράφουν θεωρώντας ότι κατέχουν το προνόμιο να γράφουν ό,τι θέλουν για όποιον θέλουν παραβιάζοντας κάθε έννοια δεοντολογίας. Κι αυτό το σερβίρουν ως «ελεύθερη» και «μαχητική» δημοσιογραφία.

Η μαχητική, όμως, δημοσιογραφία είναι ψυχή. Είναι ευγένεια και ήθος. Δεν είναι «κλειδαρότρυπα». Δεν είναι όλα στη φόρα κι όποιος αντέξει. Γιατί κάποιοι δεν αντέχουν και αυτοκτονούν. Κάποιοι λυγίζουν και αυτοβούλως επιλέγουν το περιθώριο προκειμένου να αποφύγουν τα βλέμματα των «καθώς πρέπει». Ενώ κάποιοι άλλοι μένουν «μ’ ένα τζάμι σπασμένο κολλημένο βιαστικά με τέσσερις λουρίδες μαχητικής αρθρογραφίας», αναζητώντας στο στίχο του Άρη Αλεξάνδρου την ανωνυμία.

Χ.Π.Π.


*Από το έργο του Διονύση Σαββόπουλου Αχαρνής, ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια

(Λοιπόν, όλα ξεκίνησαν με μια σκληρότατη αντίθεση όπου το κεφάλι του νυμφίου παίχτηκε σε επίπεδο κρεοπωλείου και όλα ας τελειώσουν τώρα με μια πλούσια σύνθεση που να ξεχειλίζει απ’ όλες τις μπάντες. Τίνελα Καλλίνικος! Η διαλεκτική του Αριστοφάνη)