Στην οδό Κυδαντιδών, στα Πετράλωνα, λίγο πριν το ξημέρωμα, ορθώθηκε ένα «λαϊκό μήνυμα» με τη μορφή εμπρηστικού μηχανισμού. Άγνωστοι τοποθέτησαν γκαζάκια στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου διαμένει ο βουλευτής της ΝΔ, Μάξιμος Χαρακόπουλος. Το αποτέλεσμα ήταν λίγες υλικές ζημιές, αλλά πολλές πολιτικές αναθυμιάσεις.
Ο ίδιος ο βουλευτής άφησε να εννοηθεί πως η επίθεση ίσως συνδέεται με την εμπλοκή του αδελφού του, Αγάπιου Χαρακόπουλου — ανώτερου αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ. — στη διαχείριση του τόπου του δυστυχήματος στα Τέμπη. Οι σχετικές αναφορές έχουν πυροδοτήσει δημόσιο διάλογο, κυρίως μετά τις δηλώσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία έχει καταφερθεί με σφοδρότητα εναντίον του.
«Ο αδελφός του Χαρακόπουλου διεκπεραίωσε το “μπάζωμα” στα Τέμπη και μετά προήχθη σε ταξίαρχο», δήλωσε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας: «Ο κ. Μητσοτάκης δεν αγνοούσε ότι έχει τον αδελφό του βουλευτή του, εκεί, στο σημείο (της σύγκρουσης των αμαξοστοιχιών στα Τέμπη) επιτελάρχη, να λύνει και να δένει, και να μπαζώνει και να εκχερσώνει και να απομακρύνει».
Η ρητορική αυτή, φορτισμένη και σκληρή, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει το κλίμα. Όταν η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται θέατρο δραματικών περιγραφών και βαριών υπαινιγμών, η μετάβαση από την κριτική στην υποκίνηση μπορεί να γίνει ανεπαίσθητα. Όχι απαραίτητα σκόπιμα, αλλά οπωσδήποτε επικίνδυνα.
Το κρίσιμο, βεβαίως, δεν είναι αν κάποιος «έδωσε την εντολή». Είναι το πού οδηγεί η ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται. Όταν τα γκαζάκια αντικαθιστούν τα επιχειρήματα και οι υποψίες μετατρέπονται σε αναθέματα, τότε ο δημόσιος βίος μετατρέπεται σε σκοτεινό υπόγειο — με εύφλεκτο υλικό παντού.
Η Πολιτεία παραμένει σταθερή στην επιλογή του θεσμικού δρόμου. Οι διαδικασίες εξελίσσονται με βάση το νόμο και τη διαφάνεια. Όσοι επιχειρούν να παρέμβουν με φλόγες ή με φράσεις που τις θυμίζουν, δεν κάνουν πιο αυστηρή τη Δικαιοσύνη — κάνουν πιο θολή τη Δημοκρατία.