Τι συμβαίνει με τους δημοσιογράφους και την πολιτική; Γιατί μοιάζουν έτοιμοι να ανταγωνιστούν ευθέως παραδοσιακές επαγγελματικές ομάδες, όπως οι δικηγόροι και οι ιατροί, που κυριαρχούσαν στα κοινοβουλευτικά έδρανα; Είναι η δημοσιότητα ή το γεγονός ότι, ευρισκόμενοι λόγω ρεπορτάζ κοντά στην εξουσία, πιστεύουν ότι μπορούν καλύτερα;
Γιώργος Π. Τερζής
Η αλήθεια είναι ότι, ειδικά όταν ασχολείσαι με το πολιτικό ρεπορτάζ, μία τριβή την έχεις, τόσο με τα πρόσωπα όσο και με το αντικείμενο» σημειώνει ο Δημήτρης Τσιόδρας, που μετά μία μακρά διαδρομή στη δημοσιογραφία βρίσκεται πλέον στο ψηφοδέλτιο της Ν.Δ. ζητώντας την ψήφο των πολιτών της Α΄ Αθήνας. «Από τη μία κριτικάρεις αποφάσεις, από την άλλη πρέπει να λαμβάνεις αποφάσεις» περιγράφει το δίπολο μεταξύ δημοσιογραφίας και πολιτικής, προσθέτοντας πως «οι δημοσιογράφοι έχουμε πολλές φορές την έφεση να λέμε ότι αυτό θα έπρεπε να γίνει έτσι. Από την άλλη, ένας πολιτικός θα πρέπει πέραν από το να εκφράσει τη θέση του, να ξεπεράσει και μία σειρά από εμπόδια, είτε αυτά λέγονται γραφειοκρατικά, είτε εσωκομματικές αντιδράσεις είτε πολιτικό κόστος. Είναι σαφώς πιο δύσκολο. Αλλά γι’ αυτό θέλει κάποιος να εμπλακεί κάποιος στην πολιτική. Για να κάνει πράγματα. Εάν είναι απλώς να κριτικάρεις, μένεις και στη δημοσιογραφία. Δεν χρειάζεται να αλλάξεις θέση».
Και η αλήθεια είναι ότι ο γεννημένος το 1959 στο Μάναρη Αρκαδίας και κάτοικος εδώ και περίπου 40 χρόνια του Παγκρατίου, Δημ. Τσιόδρας, έχει ήδη βρεθεί στην άλλη πλευρά, καθώς διετέλεσε διευθυντής του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού επί Παπαδήμου και κυβερνητικός εκπρόσωπος στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Πικραμμένου. «Το να ζεις την πολιτική από μέσα και, μάλιστα, σε αυτό το επίπεδο, δίπλα σε δύο πρωθυπουργούς, σε μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο όχι μόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης αλλά και για τη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας, σε κάνει να απομυθοποιείς πολλά, τόσο για το πώς ασκείται η εξουσία, όσο και για το πως λαμβάνονται αποφάσεις» σημειώνει, όταν του ζητώ να μοιραστεί εκείνη την εμπειρία. «Επειδή, μάλιστα, σε εμάς τους δημοσιογράφους αρέσει να αναλύουμε πως κάποια γεγονότα θα μπορούσαν να είναι έτσι ή αλλιώς, και πάνω σε αυτά τα ενδεχόμενα να κάνουμε σενάρια και να βγάζουμε ιστορίες, σας λέω πως στην πράξη διαπιστώνεις ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά». Κάνοντας απολογισμό εκείνης της περιόδου, σημειώνει πως όσα είχαν σωρευθεί εκείνη την περίοδο (αποσταθεροποίηση Παπανδρέου μετά την πρόταση για δημοψήφισμα, δεύτερο μνημόνιο και PSI) ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τα διαχειριστεί μία οποιαδήποτε κυβέρνηση. «Θα ήταν μάλλον καλή εξέλιξη εάν εκτός από τη διαχείριση κάποιων συγκεκριμένων θεμάτων, να μπορούσε μία κυβέρνηση ευρείας αποδοχής να προχωρήσει και σε μία σειρά πολιτικών αλλαγών», σημειώνει.
Κρατώντας την παρατήρησή του για τα σενάρια στα οποία αρεσκόμαστε οι δημοσιογράφοι, αποφεύγω να ανοίξω τη συζήτηση για το τι θα μπορούσε να γίνει εάν εκείνη η κυβέρνηση συνέχιζε και περνάω στο σήμερα. Στο πώς, δηλαδή, η ίδια η κρίση άλλαξε τα πάγια αναλυτικά εργαλεία και αλλοίωσε τις διαχωριστικές γραμμές της μεταπολίτευσης, μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.
«Δεν μου αρέσουν οι διαχωριστικές γραμμές, δεν πιστεύω ότι τα πράγματα είναι άσπρο-μαύρο» σημειώνει, προσθέτοντας ότι ούτως ή άλλως, παρά τις ιδεολογικές διαφορές που είχαν τα κόμματα, το βασικό πλαίσιο, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και οικονομίας ήταν κοινό. Ο Δημ. Τσιόδρας σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις στο Fletcher School του Πανεπιστημίου Tufts. Σημειώνει πως η κρίση δημιούργησε ένα διακομματικό στρατόπεδο λαϊκισμού. «Είναι αυτό το “στρατόπεδο” που εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ, στη λογική “αρκεί να μας ψηφίσετε και να πάρουμε την εξουσία και όλα λύνονται, γιατί οι άλλοι είναι προδότες, γερμανοτσολιάδες, και εμείς που είμαστε λεβέντες, θα διαπραγματευθούμε σθεναρά και όλα θα πάνε καλά και εύκολα”. Αποδείχθηκε ότι όλα αυτά είναι φούμαρα αλλά και με τεράστιο κόστος για τη χώρα και τους πολίτες».
«Ναι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε πλέον το ευρωπαϊκό πλαίσιο ή τουλάχιστον αυτό δηλώνει», σημειώνω. «Είναι αλήθεια αλλά, δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στο DNA του ένα πολύ βασικό θέμα, την ανάπτυξη». «Αρα η σημερινή τομή είναι ανάμεσα στην Ελλάδα της μιζέριας και της ήσσονος προσπάθειας και στην Ελλάδα που θέλει να συγχρονίζει τα βήματά της με τον υπόλοιπο κόσμο, που τον εκφράζει ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων και συσπειρώνεται αυτή τη στιγμή γύρω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Ν.Δ.», προσθέτει.
Είναι αισιόδοξος πως, εφόσον εκλεγεί, μία κυβέρνηση της Ν.Δ. θα μπορέσει να υλοποιήσει όσα εξαγγέλλει; «Oσοι υποτίμησαν τον Μητσοτάκη, το πλήρωσαν στην κάλπη, είτε ήταν οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι είτε, εσχάτως, ο κ. Τσίπρας που έλεγε “σιγά μη χάσω από αυτόν”. Ε, λοιπόν, έχασε με σχεδόν 10 μονάδες», απαντά για να προσθέσει: «Είμαι βέβαιος ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να γυρίσει σελίδα. Ο Τσίπρας μιλάει για Σοσιαλδημοκρατία αλλά δεν έχει ως πρότυπο ούτε τον Βίλι Μπραντ ούτε τον Μιτεράν. Ακόμη και σήμερα τον Τσάβες και τον Κάστρο έχει. Είναι ένα μείγμα τριτοκοσμικής αντίληψης των πραγμάτων, πασπαλισμένης με παλαιοκομματική λογική».
Η συζήτηση με τον Δημ. Τσιόδρα ακουμπά το μέλλον της δημοσιογραφίας αλλά και τον πειρασμό ενός υποψηφίου να γίνει… viral μέσω της υπερβολής και των κραυγών. «Βεβαίως, ψήφο θέλεις απ’ όλους γιατί στην κάλπη μετράει το ίδιο. Ομως, ο καθένας έχει μία ταυτότητα που έχει διαμορφωθεί –όχι προεκλογικά– αλλά μέσα από την επαγγελματική, προσωπική και κοινωνική του διαδρομή. Θα αλλοίωνε αυτή την ταυτότητα εάν, ξαφνικά, εμφανιζόμουν προεκλογικά να κάνω και να λέω πράγματα που δεν έχω συνηθίσει. Νομίζω ότι όχι μόνον δεν θα κέρδιζα αλλά θα έχανα κιόλας…», σημειώνει, πριν με αποχαιρετίσει για μία ακόμη επίσκεψη σε γειτονιές της Α΄ Αθήνας.