Θέση για τις υποθέσεις του Δημήτρη Λιγνάδη και του Δημήτρη Κουφοντίνα παίρνει μιλώντας στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» και την Ελένη Ευαγγελοδήμου ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, προχωρώντας και σε αυτοκριτική για τη διαχείριση της «Μήδειας». Για πρώτη φορά τονίζει ότι «ήταν λάθος που ανακάτεψα στη συζήτηση στο Μάτι», ενώ παραδέχεται πως «όταν δεν τα καταφέρνουμε καλά» λείπουν ο συντονισμός και η ανάληψη ευθύνης. «Αντιμετωπίζουμε τη βία και τον αναχρονισμό με μεταρρυθμίσεις» είναι το κεντρικό του μήνυμα.

Για την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, ο υπουργός ΠΡΟΠΟ σχολιάζει «είμαστε μπροστά σε μια καταγγελλόμενη περίπτωση εγκληματικής συμπεριφοράς για την οποία έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη και ταυτόχρονα σε ένα συγκλονιστικό κοινωνικό θέμα με μεγάλη ηθική διάσταση. Το σημαντικό είναι να υπάρξει κάθαρση, να μιλήσει η Δικαιοσύνη και βεβαίως να δούμε πώς θα αφήσουμε πίσω τέτοια φαινόμενα, ντροπιαστικά για τον πολιτισμό και την κοινωνία μας.» ενώ για τον ΣΥΡΙΖΑ τονίζει πως «η επιμονή τουνα ζητά την παραίτηση της υπουργού Πολιτισμού, ισχυριζόμενος ότι υπήρξε συγκάλυψη ενώ τα ίδια τα γεγονότα τον διαψεύδουν, δείχνει την πολιτική του γύμνια. Πρέπει να είναι πολύ απελπισμένο ένα κόμμα για να επιχειρεί να εκμεταλλευθεί, και μάλιστα με τόσο εμφατικό τρόπο όπως τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Και για έναν λόγο παραπάνω. Ο πολιτικός λόγος επιδρά έντονα στο ήθος της κοινωνίας και όταν για ένα τέτοιο θέμα ο ΣΥΡΙΖΑ παράγει χυδαιότητα, δεν διευκολύνει την κάθαρση αλλά τον βούρκο».

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης σχολιάζοντας την ένταση στον δημόσιο διάλογο με αφορμή τις υποθέσεις Κουφοντίνα και Λιγνάδη εκτιμά πως «για πρώτη φορά γίνεται συζήτηση με θεματολογία εκτός COVID και όλα τα καταπιεσμένα συναισθήματα και ανάγκες έκφρασης κατακλύζουν το προσκήνιο, μαζί και οι υπόνομοι. Δεν θα αφήσουμε να κυριαρχήσει αυτός ο βούρκος. Η φύση του θέματος Λιγνάδη προσφέρεται για κάθε είδους ακρότητα, δυστυχώς η αντιπολίτευση δεν φείδεται δηλώσεων για να τις συντηρεί, ακόμα και να τις προκαλεί. Αν αυτό είναι ριζοσπαστική στάση της Αριστερός, να το κρίνουν οι πολίτες. Σε μένα πάντως προκαλεί οργή, θλίψη, αποστροφή και ανησυχία. Επιχειρείται πάλι πόλωση α λα ΣΥΡΙΖΑ. Ανώφελη, απολιτική και διχαστική, όπου στο τέλος κερδίζει όποιος μισεί αυτόν τον τόπο».

Κάνοντας αυτοκριτική δεν δίστασε να αναφερθεί στη δήλωσή του για το Μάτι: «Ηταν λάθος. Η συχνή αναφορά στο Μάτι σχετικοποιεί τη μνήμη και κάνει το γεγονός λιγότερο ακραίο. Το Μάτι πρέπει να μείνει στην άκρη του δημόσιου λόγου, δεν είναι μέτρο σύγκρισης για τίποτα».

Χαρακτηρίζει το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ για παραίτησή του «ψωμοτύρι» και εξηγεί: «Υπάρχει ένας πλούσιος, αστείρευτος καταγγελτικός λόγος, που δεν στηρίζεται πουθενά. Εννοώ πως τα συνθήματα περί αστυνομικού κράτους, περιστολής δικαιωμάτων, υπέρμετρης βίας εξακοντίζονται αλλά δεν υποστηρίζονται. Δεν υπάρχει το φαινόμενο σε καμία έξαρση, απλώς υπάρχουν κάποιοι, ίδιοι, λίγοι, που προκαλούν τα γεγονότα και κυκλοφορούν αγανακτισμένα βιντεάκια με λεζάντες αλλά χωρίς αποδείξεις. Εχω μιλήσει κι άλλη φορά για βιντεοσκοπικό ακτιβισμό. Κάθε επιχείρηση της Αστυνομίας σε εντελώς νόμιμο πλαίσιο, είτε για μη κατάληψη οδοστρώματος σε διαμαρτυρίες είτε για παραβατικές συμπεριφορές σε πανεπιστήμια, ονομάζεται καταστολή και βία, από αυτούς που προκαλούν τη βία και φέρονται βίαια. Και υπάρχουν πρόθυμοι πολιτικοί χώροι και Μέσα να τους φιλοξενούν. Ακριτα και μονότονα. Κάνουμε μεταρρυθμίσεις και αντιμετωπίζουμε βίαιες αντιδραστικές μειοψηφίες και αναχρονιστικό πολιτικό λόγο. Αυτή είναι η πραγματικότητα».

Για τις ειδικές Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων παραδέχεται πως «είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Πολύ λιγότερο επιχειρησιακό, πολύ περισσότερο πολιτικό και επικοινωνιακό. Χρειάζεται ψυχραιμία, σύστημα, συνέπεια, και κάθε φορά να σκορπάς με υπομονή φαντάσματα και ιδεοληψίες. Η βία είναι με την πλευρά αυτών που εξευτελίζουν και ευτελίζουν, να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για αυτό».