Τα εκλογικά εμπόδια που μπορούν να τεθούν στη Χρυσή Αυγή μονοπώλησαν την συζήτηση του Κύκλου Ιδεών με θέμα: «Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη ‘Χρυσή Αυγή’ – τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων»
Σύμφωνα με τον οικοδεσπότη Βαγγέλη Βενιζέλο, «ο εκλογικός νόμος μπορεί να προβλέψει περιορισμούς στο εκλογικό δικαίωμα με αμετάκλητη καταδίκη σε κύρια ποινή για ορισμένα εγκλήματα υψηλής απαξίωσης και αυτό συμπαρασύρει και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι». Εξάλλου «μια εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να μετονομασθεί σε κόμμα, αλλά μόνο με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο ελληνικός λαός μπορεί να απαντήσει αν θέλει τη Χρυσή Αυγή εντός ή εκτός της Βουλής».
Επ’ αυτού ο Ν. Αλιβιζάτος διατύπωσε την άποψη ότι, «δεν μπορείς να βάλεις στο ίδιο τσουβάλι ένα κόμμα με ακραίες απόψεις, το οποίο όμως δεν χρησιμοποιεί ως στοιχείο της καθημερινής του δράσης τη βία, αλλά ενδεχομένως οι οπαδοί του σε μια διαδήλωση σπάνε μια βιτρίνα, με ένα κόμμα σαν τη Χρυσή Αυγή, με τα τάγματα εφόδου, τις γνωστές στολές, τον εκφοβισμό του κόσμου κ.ο.κ., όπου είναι σύμφυτο με το κόμμα το στοιχείο της βίας». Για να συμπεράνει, «αν μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε σε επίπεδο νόμου, να το κάνουμε, δεν πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε. Πρέπει να εμπιστευθούμε τον Έλληνα δικαστή, εν προκειμένω το 1ο Τμήμα του Αρείου Πάγου».
Από την πλευρά του, ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος, καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο ΕΑΠ υπογράμμισε ότι «η εκλογική απαγόρευση η οποία είναι πιο ήπιο μέτρο από τη μεγάλη απαγόρευση που σημαίνει διάλυση, κερδίζει έδαφος. Να θεσπίσουμε μια διάταξη στην εκλογική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία δεν θα ανακηρύσσονται εκλογικοί συνδυασμοί, όχι μεμονωμένοι υποψήφιοι. Εδώ δεν έχουμε το σκόπελο της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης (…) Ένα κόμμα που μετέρχεται βία ή υποκινεί σε αυτήν ή έχει υποψήφιους βουλευτές καταδικασμένους πρωτόδικα μπορεί να απαγορευθεί η κάθοδός του σε εκλογές. Ο νομοθέτης δύναται και υποχρεούται να θεσπίσει εκλογική απαγόρευση».
Ο δικηγόρος Χριστόφορος Αργυρόπουλος, που ήταν και ο πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Ποινικού Κώδικα, στην τελευταία της σύνθεση, υπερασπίστηκε φυσικά τον Κώδικα: «Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι δεν προσθέτει κάτι στην αποδοκιμασία του δράστη, ο ποινικός στιγματισμός είναι επαρκής». Αν ο εκλογικός νομοθέτης θέλει να περιφρουρήσει το κύρος της νομοθετικής εξουσίας και να θεωρήσει ότι δεν μπορεί οι δράστες ορισμένων εγκλημάτων να είναι υποψήφιοι στις εκλογές, «δεν χρειάζεται παρεπόμενη ποινή, αλλά να πει, ‘όποιος καταδικάζεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση, κλπ, δεν μπορεί να είναι υποψήφιος’».
Ο επόμενος ομιλητής, ο Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ επεσήμανε στο κλείσιμο της δικής του ομιλίας ότι η έκπτωση από τα αξιώματα, που προβλέπει ο νέος Ποιν. Κώδικας, δεν είναι το ισοδύναμο με τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, που προέβλεπε ο προηγούμενος. Και τούτο γιατί «προϋποθέτει ότι κατέχεις ήδη το αξίωμα, επίσης οι πράξεις συνιστούν βαριά παράβαση των καθηκόντων που απορρέουν από το αξίωμα. Απαιτείται μια συντεταγμένη, σοβαρή και με βάση την αρχή της αναλογικότητας αναδιατύπωση της εκλογικής νομοθεσίας ώστε να θεσπιστούν ασυμβίβαστα για το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, όταν έχουμε αμετάκλητη απόφαση».
«Η υπόθεση της Χρυσής Αυγής θα μας απασχολεί τουλάχιστον μια πενταετία ακόμη», τόνισε εισαγωγικά, ο Βασίλης Μαρκής, επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εξηγώντας και το «γιατί»: «Μέχρι να καθαρογραφούν τα πρακτικά -αν είναι σωστή η πληροφόρησή μου ότι ο γραμματέας κρατούσε χειρόγραφα τα πρακτικά, αντιλαμβάνεστε, πρακτικά συνεδριάσεων πέντε ετών-, μέχρι να καθαρογραφεί η απόφαση, να προσδιοριστεί η υπόθεση και να ξαναδικαστεί πάλι από την αρχή…». Επιπλέον, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα έχουμε επανάληψη της πρωτόδικης δίκης. Ακόμη και με λυμένα πρακτικά ζητήματα, αυτή η δίκη δεν μπορεί να διαρκέσει λιγότερο από τρία χρόνια, εκτίμησε. Ως εκ τούτου, συνέχισε, «είναι φανερό ότι οι επόμενες εκλογές θα βρουν υποψήφιους καταδικασμένους και εναπόκειται στους πολίτες…».
Τέλος, ο δικηγόρος Αντύπας Καρίπογλου παρατήρησε ότι «δεν μπορεί ο εκλογικός νόμος να πει τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο, από αυτό που λέει το Σύνταγμα», άλλωστε «θα ήταν στην ουσία αντισυνταγματικός ένας τέτοιος νόμος, γιατί θα ερχόταν η νομοθετική εξουσία να υποδείξει στη δικαιοσύνη πώς θα ερμηνεύσει το Σύνταγμα. Είναι εντελώς λάθος προσέγγιση να απαγορευθεί η πολιτική κάθοδος της Χρυσής Αυγής ή ενός διάδοχου σχήματος, και να μην πειράξουμε κάποιους άλλους».
Συμπερασματικά, «θα είναι δίκαιη απόφαση και νίκη της Δημοκρατίας μόνο αν δεν παραβιαστούν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων ως το τέλος. Αν ανοίξουμε την πόρτα της απαγόρευσης σήμερα, δεν έχουμε καμία εγγύηση ότι οι ίδιοι θα αποφασίζουμε και αύριο, καμία εγγύηση αν η πόρτα που θα ανοίξουμε, θα επιτρέψει να περάσει μόνο αυτό που θέλουμε και όχι πολλά άλλα πράγματα. Προτιμώ να αποδοκιμασθεί (η Χρυσή Αυγή) σε κάλπες παρά να έχουμε απαγορεύσεις και από κάτω να επωάζεται το αυγό του φιδιού».