Ένα ταξίδι στο χθες και στο σήμερα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, επιχειρεί η εκπαιδευτικός Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, ερευνήτρια τοπικής ιστορίας και λαογραφίας στην Καρδίτσα, παρουσιάζοντας ενδιαφέροντα στοιχεία για τον τρόπο που οι άνθρωποι γιόρταζαν τότε και γιορτάζουν σήμερα στις περιοχές της Δυτικής Θεσσαλίας.
Οι άνθρωποι παλαιότερα, και ιδιαίτερα αυτοί που κατοικούσαν στα χωριά, ζούσαν έντονα τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Όλα άλλαζαν αυτές τις ημέρες. Τα σπίτια έπαιρναν μια γιορτινή όψη. Οι νοικοκυρές είχαν πολλά να κάνουν. Παλάμιζαν το πάτωμα των σπιτιών, ασβέστωναν τους τοίχους, φουκάλιζαν τη ρούγα, έστρωναν τις καλές μαντανίες στα κρεβάτια και ήταν έτοιμες να ζήσουν τις γιορτινές αυτές μέρες.
Τους εορτασμούς με τις γουρνουχαρές, τα γλέντια, τα τραγούδια και τους χορούς σταμάτησε απότομα ο πόλεμος του 1940 και η κατοχή. Όταν όλα αυτά τελείωσαν, οι Καρδιτσιώτες επανήλθαν στον παλιό εορτασμό των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, αλλά δυστυχώς έλειπε ο ενθουσιασμός, έλειπαν και τα χρήματα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 με τη φυγή των ανθρώπων της υπαίθρου προς την πόλη, για αναζήτηση δουλειάς, άρχισε σιγά, σιγά να αλλάζει και το όλο σκηνικό εορτασμού αυτών των ημερών.
Στα σπίτια μπήκαν τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα, οι Αι-Βασίληδες και τα κάθε είδους λαμπιόνια που αναβοσβήνουν. Οι κουλούρες πια δε ζυμώνονται από τις νοικοκυρές, αλλά αγοράζονται πλέον από τους φούρνους της γειτονιάς. Στα παιδάκια που λένε τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς δίνουν μόνο λεφτά. Τα τραγούδια και τα γλέντια στα σπίτια σπάνια γίνονται σήμερα, σύμφωνα με την ερευνήτρια, όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Οι περισσότεροι γλεντιστές προτιμούν πλέον τα νυκτερινά κέντρα και τις ταβέρνες και όσοι μένουν στα σπίτια τους, συντροφιά τους είναι η τηλεόραση με τα εορταστικά Χριστουγεννιάτικα προγράμματα που ετοιμάζουν τα κανάλια, τα οποία ουδόλως θυμίζουν την παράδοση του τόπου μας.
Πολλές αλλαγές επήλθαν στον τρόπο ζωής και εορτασμού των μεγάλων γιορτών στους κατοίκους της υπαίθρου. Διατηρήθηκαν όμως πολλά στοιχεία του λαϊκού τους πολιτισμού, τα οποία σε συνδυασμό με τις αναβιώσεις που γίνονται από τους διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους της Καρδίτσας, κατάφεραν να μεταλαμπαδευτούν και στις επόμενες γενιές, ως γνώση όμως για την παραδοσιακή ζωή των προγόνων τους.
Δυστυχώς, σύμφωνα με την ίδια, τα δυο τελευταία χρόνια η πανδημία άλλαξε ξανά το εορταστικό κλίμα. Οι καλαντιστές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, λόγω της καραντίνας, κλείστηκαν στα σπίτια τους. Οι πόρτες των σπιτιών, που άνοιγαν διάπλατα για να τους υποδεχτούν, τώρα είναι σφαλιστές, εξ αιτίας του φόβου μετάδοσης του κορονοϊού. Οι ηλικιωμένοι στερήθηκαν τα χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα τραπέζια με τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Μέσα στη μοναξιά τους θυμούνται με νοσταλγία τις παλιές εορταστικές μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Για αναστοχασμό των μεγαλύτερων και πληροφόρηση των νέων παρατίθεται και η παρακάτω περιγραφή τους.
Χριστούγεννα
Πρωί- πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές ζύμωναν τις αυγοκλούρες για τα παιδιά της οικογένειας αλλά και για τα παιδιά που σε λίγο θα τους έλεγαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Τo τραγούδι που έλεγαν συνήθως ήταν:
Χριστούγιννα, Πρωτούγιννα, πρώτη γιορτή του χρόνου.
Για βγάτι, για να μάθιτι τώρα Χριστός γιννιέτι.
Γιννιέτι κι αναθρέφιτι στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλ’ το τρών’ οι άρχουντες και τα κιριά στ’ς αγίους
κι τα καλά τα θυμιατά τριγύρου στ’ς ικκλησίτσις.
Οι νοικοκυρές ζύμωναν τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα του σπιτιού με τις σταφίδες και τα σύκα και ετοίμαζαν την παραγεμιστή κότα με ρύζι, σύκα, σταφίδες, εντόσθια από κοτόπουλο και κομματάκια από πρόσφορο, για να είναι ευλογημένο το χριστουγεννιάτικο τραπέζι..
Ξημερώματα της ημέρας των Χριστουγέννων χτυπούσε η καμπάνα και όλη η οικογένεια ντυμένη με τα καλά της και καθαρή στην ψυχή και στο σώμα, αφού όλα τα μέλη της νήστευαν, ξεκινούσε για την εκκλησία. Πολύ τυχερός και ευλογημένος θεωρείτο, όποιος προλάβαινε να χτυπήσει πρώτος την καμπάνα με τον γνωστό χαρμόσυνο ήχο, που έστελνε το μήνυμα της γέννησης του Χριστού. Μετά τη θεία μετάληψη και το τέλος της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας οι χριστιανοί έλεγαν μεταξύ τους τα «χρόνια πολλά» και οι γυναίκες μέσα και έξω από την εκκλησία μοίραζαν κομμάτια ζυμωτής, φρεσκοψημένης και μοσχομυριστής κουλούρας και κομμάτια τηγανισμένου κοτόπουλου για τις ψυχές των πεθαμένων.
Το μεσημέρι, ανήμερα των Χριστουγέννων, απολάμβαναν την ολόζεστη σούπα, την παραγεμισμένη κότα ή γαλοπούλα και τη χοιρινή τηγανιά, αν η γουρνουχαρά είχε προηγηθεί, και αντάλλαζαν ευχές. Με το φαγητό και το κρασάκι ερχόταν και το κέφι με τα τραπεζιάτικα τραγούδια. Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν ξεστρωνόταν εκείνη τη μέρα ούτε έβγαζαν τα γιορτινά τους, γιατί πίστευαν ότι μαζί τους ήταν και ο Χριστός και ήθελαν να ζήσουν, όσες περισσότερες ώρες μπορούσαν μαζί του. Το βράδυ οι άνδρες επισκέπτονταν τα σπίτια που γιόρταζαν και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι αργά. Τη δεύτερη ή τρίτη μέρα των Χριστουγέννων τα περισσότερα σπίτια ήταν επί ποδός, γιατί είχαν την γουρνοχαρά. Το σφάξιμο και το συμμάζεμα του γουρουνιού ήταν μια ιεροτελεστία.
Μόλις τελείωνε το συμμάζεμα του γουρουνιού οι άνδρες και οι γυναίκες έφευγαν για τα σπίτια τους. Οι άνδρες όμως με τα καλά τους ρούχα ξαναγύριζαν στο σπίτι που είχε τη γουρνοχαρά και εκεί στήνονταν ένα πλούσιο τραπέζι με τυρόπιτες, τηγανιά, ψητό χοιρινό στα κάρβουνα, κρασί από το αμπέλι και τραγούδι μέχρι αργά το βράδυ. Πρώτος ο νοικοκύρης για να τιμήσει τους φιλοξενούμενους άρχιζε το παρακάτω τραγούδι:
Απόψε στο σπιτάκι μου έχω χαρά μεγάλη
τον άγγελό μου φίλευα και τον Χριστό κερνούσα
και την κυρά την Παναγιά τη σταυροπροσκυνούσα,
να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου.
Το τραγούδι, το γλέντι και ο χορός συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ με κύριους πρωταγωνιστές τους άνδρες και τη νοικοκυρά, όρθια στην πόρτα, έτοιμη να γεμίσει ξανά το τραπέζι με μεζέδες και τις κανάτες με κρασί.
Πρωτοχρονιά
Την Πρωτοχρονιά οι νοικοκυρές σηκώνονταν πριν ακόμα χαράξει, για να ζυμώσουν τη βασιλοκλούρα, μια μπουγάτσα μεγάλη με αλεύρι φαρίνα, την οποία καλοζύμωναν και μέσα έβαζαν σύκα, σταφίδες και μια κουταλιά μέλι. Μόλις την έβαζαν στο ταψί, άρχιζε η ιεροτελεστία του στολισμού της επάνω επιφάνειας. Με το πιρούνι κεντούσαν διάφορα λουλούδια και με το κομμάτι ζύμης που κρατούσαν, έφτιαχναν τον τσομπάνη με την κάπα και την γκλίτσα, ένα τσαμπί σταφύλι, έναν σταυρό κ.ά. Μέσα έβαζαν ένα νόμισμα, ένα κλωναράκι από κορομηλιά η κληματαριά, ένα σπυρί σιταριού ή καλαμποκιού, μια τρίχα από αγελάδα. Το καθένα απ’ αυτά συμβόλιζε την προσδοκία για εξασφάλιση της σοδειάς και της ευημερίας της οικογένειας. Μαζί με την βασιλοκλούρα ζύμωναν και κουλούρες για τα ζώα τους, τις οποίες έσπαζαν στην πλάτη μιας αγελάδας ή ενός προβάτου ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και έδιναν μερικά κομμάτια να τα φάνε, για να είναι γερά τα ζωντανά.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια πήγαινε με τα γιορτινά ρούχα στην εκκλησία. Σαν σχολούσε η εκκλησία, μικροί και μεγάλοι, γυναίκες και άνδρες, μέσα και έξω στην εκκλησία έλεγαν «χρόνια πολλά». Πολλές γυναίκες μοίραζαν κομμάτια βασιλοκλούρας και τυρί στο εκκλησίασμα. Οι μικρότεροι φιλούσαν τα χέρια των μεγαλυτέρων, του παπά και της παπαδιάς, οι οποίοι θεωρούνταν σεβάσμια πρόσωπα. Και οι άνδρες με τους γκράδες ντουφεκούσαν, για να διώξουν τα κακά πνεύματα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς παλαιότερα και της παραμονής τα τελευταία χρόνια τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα παρακάτω κάλαντα:
Άγιος Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει.
-Βασίλη μ’, πούθι έρχισι κι πούθι κατιβαίνεις;
-Από τη μάνα μ’ έρχουμι, στο δάσκαλου πααίνου.
-Κι αν έρχισι απ’ το δάσκαλο, πες μας την αλφαβήτα.
Στην πατιρίτσα ακούμπησα να πω την αλφαβήτα
κι η πατιρίτσα ήταν χλουριά κι αμπόλιασι κλουνάρια,
κλουνάρια, χρυσουκλώναρα, χρυσουκουμπουδιασμένα,
που τα κουμπόδιασι ο Χριστός μι το διξί το χέρι,
μι το διξί, μι το ζιρβί, μι τ’ άγιου το βαγγέλιου.
Κι τα’ χρόν’!
Σαν έφθανε το μεσημέρι, σύμφωνα με την κ. Κοζιού, όλα τα μέλη της οικογένειας ήταν καθισμένα γύρω από την τάβλα και περίμεναν με αγωνία το κόψιμο της βασιλόπιτας και το τυχερό κομμάτι. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού τη σταύρωνε τρεις φορές με το μαχαίρι, έβγαζε τόσα κομμάτια, όσα και τα μέλη της οικογένειας, συν ένα για τον Χριστό. Όποιος πετύχαινε τους σπόρους, θα είχε μεγάλη σοδειά και θα ήταν καλός γεωργός. Αν κάποιος πετύχαινε το κλωναράκι του δέντρου, θα είχε πολλά δέντρα και αμπέλια. Όποιος πετύχαινε την τρίχα, θα είχε πολλά ζώα. Αυτός όμως που θα πετύχαινε το φλουρί, θα ήταν ο μεγάλος τυχερός, αφού εξασφάλιζε τη χαρά και την ευτυχία για όλη τη χρονιά. Στη συνέχεια έτρωγαν την παραγεμιστή κότα, την πρασοτηγανιά και την αετόπιτα. Αν κάποια οικογένεια είχε ένα ξενιτεμένο μέλος ή στον στρατό, απαραίτητα έβαζαν στο τραπέζι ένα περισσότερο πιάτο, ποτήρι, πιρούνι και κουτάλι. Πριν ξεκινήσουν να τρώνε, έκαναν όλοι τον σταυρό τους και αν είχαν νιόπαντρη νύφη, προσκυνούσε τρεις φορές και μετά ξεκινούσαν το φαγητό.
Όπως και τα Χριστούγεννα, έτσι και την Πρωτοχρονιά το τραπέζι ήταν όλη τη μέρα στρωμένο. Την ημέρα αυτή έκοβαν για το καλό τα νύχια των μικρών παιδιών και κούρευαν λίγα από τα μαλλιά τους. Επίσης, κλάδευαν ή φύτευαν ένα δέντρο και πετούσαν τις στάχτες στον κήπο. Πολλές νοικοκυρές τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς πήγαιναν στη βρύση και την άλειφαν με λίπα λέγοντας: «Όπως τρέχ’, βρυσούλα μ’, το νιρό σ’, έτσι να τρέχ’ και το βιος μ’».
Πολλές και ποικίλες είναι οι δοξασίες και οι τελετουργίες, που έμειναν βαθιά ριζωμένες στην καρδιά του λαού μας. Αρκετές απ’ αυτές κατάφεραν να φτάσουν ως τις μέρες μας, χάρη στις συγκινησιακές μνήμες των προγόνων μας, που αγαπούσαν ιδιαίτερα την παράδοση του τόπου τους, καταλήγει τονίζοντας η ίδια.