Τον τελευταίο μήνα οι σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία φαίνεται να έχουν καθηλωθεί σε μια άγονη λεκτική αντιπαράθεση που κινητοποιείται από την Τουρκία και βρίσκει συνεχώς απαντήσεις από την Ελλάδα. Τίποτα δεν κινείται πέραν από αυτές τις συγκρουόμενες δηλώσεις που να δίνει μήνυμα αισιοδοξίας για μια επίλυση των διαφορών. Παρά ταύτα υπάρχουν ορισμένες ευνοϊκές ενδείξεις ότι πρόκειται να υπάρξουν εξελίξεις στο προσεχές μέλλον. Προς το παρόν αρκούμαστε στο ότι έχουμε μάλλον εξασφαλίσει ένα σχετικά ήρεμο καλοκαίρι, που δεν πρόκειται να ταράξει τα νερά. Εκτός από το ενδεχόμενο εκπλήξεων που μπορούν να προκόψουν από την πολυαναμενόμενη επίσκεψη του τούρκου προέδρου στα κατεχόμενα της Κύπρου.
Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον στις καθαρά ελληνοτουρκικές σχέσεις (δηλαδή αυτές που διέπονται από το Δίκαιο της Θάλασσας και αφορούν το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο);
Αν ξεπεραστεί ο σκόπελος της αιγιαλίτιδας ζώνης και τα δυο μέρη βρουν μια λύση κοινής αποδοχής στο μείζον αυτό θέμα, τότε ο δρόμος ανοίγει για έναρξη διαπραγματεύσεων για το μόνο ζήτημα που δέχεται η Ελλάδα, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να είναι κανείς υπερβολικά αισιόδοξος. Οι διαμετρικά αντίθετες θέσεις των δυο μερών, με την Τουρκία να υποστηρίζει ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, και την Ελλάδα να αντιτείνει ότι έχουν, με μάλιστα πλήρη επήρεια, ανεξαρτήτως μεγέθους και ανεξαρτήτως τοποθεσίας που αυτά ευρίσκονται, καθιστούν τις συζητήσεις προβληματικές. Η Τουρκία έχει, βεβαίως, ενθαρρυνθεί από το γεγονός ότι η Ελλάδα στις δυο πρόσφατες οριοθετήσεις, αυτή με την Ιταλία και αυτήν με την Αίγυπτο, δέχθηκε την περιορισμένη επήρεια ορισμένων νησιών, πράγμα που αν επαναληφθεί και στην περίπτωση των νησιών σε μια συμφωνία μεταξύ των δυο χωρών καθιστά τα πράγματα ευκολότερα. Αν κι η Ελλάδα επιμένει ότι η λύση που δόθηκε στις δυο συμφωνίες δεν αποτελεί πρόκριμα για μελλοντικές εξελίξεις.
Ετσι που έχουν οι συνθήκες δεν μπορεί κανείς να περιμένει λύση με συμφωνία. Εκτός από μια περιοχή που εκεί αυτό είναι δυνατόν. Είναι η περιοχή του Βόρειου Αιγαίου, όπου η σχετική απουσία μεγάλου αριθμού νησιών καθιστά τη δυνατότητα εξεύρεσης συμφωνίας μάλλον εφικτή. Αλλά για το υπόλοιπο Αιγαίο, Κεντρικό και Νότιο και για την Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να καταφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο (Δ.Δ.) για να βρεθεί λύση.
Η Τουρκία δεν φαίνεται να είναι αντίθετη σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εχει προ πολλού απομακρυνθεί από την εποχή που τα ζητήματα θεωρούνταν από αυτήν πολιτικά, και μη επιδεχόμενα νομικής επίλυσης. Επίσης η χώρα αυτή, παρακολουθώντας τη διεθνή νομολογία, έχει καταλήξει ότι η λύση που μπορεί να δοθεί από το Δικαστήριο μπορεί να είναι σχετικά ευνοϊκή και για τα συμφέροντά της, χωρίς να της δίνει, βεβαίως, δίκιο, όσον αφορά τις σημερινές διεκδικήσεις της. Ειδικότερα στο κύριο επιχείρημά της ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα.
Αν έχουν, έτσι τα πράγματα, συμφέρει την Ελλάδα μια προσφυγή στο Δ.Δ.; Με άλλα λόγια αν η τρέχουσα νομολογία δεν την ευνοεί πλήρως γιατί να επιδιώκει την προσφυγή; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: το Δ.Δ. θα δώσει μια οριστική και δεσμευτική λύση, που θα υποχρεώνει τα δύο αντίδικα μέρη να την ακολουθήσουν. Αυτό το δεδομένο θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα στο σύνολο των σχέσεων και στην οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσά τους. Αναφορικά δε με τα άλλα ζητήματα που σήμερα μας απασχολούν (αποστρατικοποίηση, γκρίζες ζώνες, μειονότητα της Θράκης) αυτά, αργά ή γρήγορα θα παραμεριστούν, μέσα από το καλό κλίμα που θα ενεργοποιήσει η επίλυση της κυρίως διαφοράς. Υπάρχει, φυσικά, και το ενδεχόμενο η Τουρκία να επιμείνει σε αυτές τις διεκδικήσεις της, πράγμα που σημαίνει ότι οι σχέσεις δεν θα βελτιωθούν σημαντικά. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση η απαλλαγή μας από ένα φορτίο που δηλητηριάζει τα ελληνοτουρκικά θα είναι μια σημαντική ανακούφιση για τη χώρα μας. Πάντως αν η Τουρκία δεχτεί, στις διαπραγματεύσεις για το συνυποσχετικό, να περιοριστεί η ύλη μόνο στην υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, τότε εκ προοιμίου, θα έχει αποδεχθεί ότι τα άλλα ζητήματα είναι ελάσσονος σημασίας. Πράγμα που μας φέρνει πάλι σε θέση να ελπίζουμε ότι μετά τη δικαστική επίλυση το κλίμα θα είναι τελείως διαφορετικό.
Κι ερχόμαστε τώρα στο Κυπριακό. Το τεράστιο αυτό πρόβλημα παρουσιάζει δυο όψεις: μια βραχυπρόθεσμη και μια μακροπρόθεσμη, που είναι, όμως, αλληλένδετες. Η βραχυπρόθεσμη αφορά την επικείμενη επίσκεψη του κ. Ερντογάν στα Κατεχόμενα, και τα παρεπόμενά της. Με άλλα λόγια τον τρόπο που θα χειριστεί ο τούρκος πρόεδρος την επίσκεψη, το τι θα πει και το τι θα πράξει. Σε αυτό περιλαμβάνεται το πιθανό άνοιγμα των Βαρωσίων, πράγμα κομβικό για την Κυπριακή Δημοκρατία, και η αεροπορική βάση για drones, που προγραμματίζει η Τουρκία στα Κατεχόμενα. Οπως, επίσης και οι εξαγγελθείσες από επίσημες πηγές γεωτρήσεις για υδρογονάνθρακες σε οριοθετημένες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές ΑΟΖ. Ας ελπίσουμε ότι η επίσκεψη του κ. Ερντογάν θα είναι ανώδυνη (όσο ανώδυνη μπορεί να είναι μια επίσκεψη αρχηγού κράτους για τον εορτασμό της ημέρας της εισβολής στο κυπριακό έδαφος, που συμπίπτει με την πρώτη ημέρα μιας μεγάλης θρησκευτικής γιορτής) και ότι δεν θα προβεί σε προκλητικές ενέργειες, ιδιαίτερα στα Βαρώσια, για τα οποία έχουν εκφραστεί αρνητικά ο ΟΗΕ και η ΕΕ. Οσον δε αφορά τις γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι θα υπάρξει συγκράτηση και αναβολή έναρξης αυτού του προαναγγελθέντος επεισοδίου. Αλλά δεν πρέπει να είμαστε τόσο αισιόδοξοι, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του τούρκου ηγέτη.
Αναφορικά με τη μακροπρόθεσμη όψη, το θέμα αφορά την επίλυση του Κυπριακού. Η λύση που προτείνει η Τουρκία είναι καθαρά ανεδαφική, καθώς είναι διατεθειμένη να συζητήσει μόνο τη δημιουργία δύο χωριστών κρατών. Αυτό αντιβαίνει καθαρά όλες τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και καταδικάζεται από την ΕΕ, η οποία δεν πρόκειται ποτέ να δεχτεί μια τέτοια λύση. Εκτός εάν η Τουρκία χρησιμοποιεί το θέμα της κυρίαρχης ισότητας (δηλαδή χωριστό τουρκοκυπριακό κράτος) ως διαπραγματευτικό τέχνασμα για να επιτύχει από τη Δημοκρατία της Κύπρου μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση σχετικά με την πολιτική ισότητα, ιδιαίτερα στο ζήτημα των εξουσιών και της κατανομής τους. Πάντως στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν το θέμα της πολιτικής ισότητας των δυο πλευρών θα αποτελέσει κεντρικό ζήτημα, μαζί με το ζήτημα ασφάλειας (κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και μέθοδοι αντικατάστασής τους). Σε κάθε περίπτωση προβλέπονται εξαιρετικά δυσχερείς διαπραγματεύσεις, που θα απαιτήσουν δυναμική εμπλοκή των άλλων εγγυητριών δυνάμεων και αφοσίωση και ευρηματικότητα του ΟΗΕ στην εξεύρεση λύσης.
Ο Χρήστος Ροζάκης είναι πανεπιστημιακός και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα Νέα Σαββατοκύριακο