Ο κοινωνκός θυμός που εκδηλώνεται μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών είναι διάχυτος, εκφράζοντας, μέσα από το συλλογικό τραύμα μιας χώρας που το κοινωνικό της πένθος βρίσκεται, χρονικά, ακόμη, στο στάδιο της οργής, την ανάγκη αντίστασης σε συστημικές αδικίες, οι οποίες, με τη μορφή διαχρονικών ανεπαρκειών του κράτους, καθιστούν τον πολίτη ανυπεράσπιστο απέναντι όχι μόνον στη δυσμενή συγκυρία (όπως μπορεί να σηματοδοτεί μία φυσική καταστροφή ή μία πανδημία), αλλά κυρίως στη γενικευμένη ανικανότητα του κράτους να εξασφαλίσει στοιχειώδεις προϋποθέσεις όπως είναι η ασφάλεια των (σιδηροδρομικών) μετακινήσεων.

 

Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΑΠΗΣ

 

Τα μαύρα μπαλόνια που αφήνουν ελεύθερα τα νέα παιδιά στις πλατείες εκφράζουν, σε αυτή τη φάση της προ-διαπραγμάτευσης της απώλειας ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι συμμαθητές, συμφοιτητές και μέλη της οικογένειας του καθενός μας –αν όχι οι ίδιοι μας οι εαυτοί–, τον βίαιο και επώδυνο γαλβανισμό μιας κοινωνίας που, μέσα από την απότομη έκθεσή της σε ένα αναίτιο συλλογικό τραύμα το οποίο μπορούσε και έπρεπε να προβλεφθεί, οργίζεται και απαιτεί άμεσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της μη επανάληψης του κακού.

Αυτές οι δημόσιες εκφράσεις του κοινωνικού θυμού θα πρέπει να μεταφραστούν εγγεγραμμένες στο πραγματολογικό πλαίσιο μιας ακολουθίας πολλαπλών δοκιμασιών οι οποίες χτύπησαν τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, με μία σημαντική όμως διαφορά. Τόσο η οικονομική κρίση και η διάβρωση του κοινωνικού ιστού που αυτή επέφερε όσο και η πανδημία του SARS-CoV-2 και ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τη συνακόλουθη πληθωριστική και ενεργειακή κρίση ακρίβειας που έπληξε μια κοινωνία η οποία μόλις συνερχόταν από συνθήκες αποστασιοποίησης, πανδημικού πένθους και υπαρξιακής απειλής, δοκίμασαν σκληρά τη χώρα μας, αποκάλυψαν διαχρονικές αδυναμίες, επαλήθευσαν υπόρρητες αμφιβολίες για την οργάνωση του κρατικού μηχανισμού, αλλά και ανέδειξαν σωστούς μηχανισμούς ανταπόκρισης στο «απρόβλεπτο» και στο πρωτόγνωρα και αναπάντεχα «δυσμενές».

Σε κάθε, όμως, περίπτωση αφορούσαν γεγονότα που η αιτιολογική τους ρίζα ήταν παγκόσμιας αναφοράς και η εμβέλεια των συνεπειών τους ήταν διαπλανητικού μεγέθους. Μέσα από την πίεση που άσκησαν στη συλλογικότητα και στην ατομικότητά μας, πυροδότησαν αναστοχασμούς πάνω στον βαθμό προετοιμασίας της πατρίδας μας ώστε να προστατεύει τους πολίτες της από παγκόσμια φαινόμενα οικονομικής, κοινωνικής και βιολογικής απειλής.

Η σύγκρουση των τρένων όμως και η απώλεια των συνανθρώπων μας που βρήκαν τραγικό θάνατο στις ράγες δεν εντάσσονται στον απόηχο κάποιου παγκόσμιου εύρους και αιτίας δυσμενούς γεγονότος. Εισέβαλαν με τον εκκωφαντικό κρότο του άδικου θανάτου των συνανθρώπων μας, διαλύοντας τις εκσυγχρονιστικές ψευδαισθήσεις μιας εθνικής πορείας που αποδεικνύεται πως, εντέλει, ήταν και παρέμεινε εκτροχιασμένη όλο το διάστημα της Μεταπολίτευσης.

Υποχρεωθήκαμε, μέσα σε μια στιγμή, σε μια αλγεινή αναδίπλωση στις εσωτερικές αδυναμίες της χώρας μας, τόσο σε επίπεδο συστημάτων αξιολόγησης, πρόληψης και επιλογής προσώπων όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με τα ίδια τα πρόσωπα. Πρόσωπα που αποφασίζουν, με τις πολιτικές και διοικητικές τους πράξεις, αλλά και με την ψήφο τους.

Ο ατομικός και κοινωνικός αυτός θυμός που, τις τελευταίες ημέρες, μας έχει καταλάβει όλους εισέβαλε ως μια αλγεινή αλλά επιβεβλημένη «γνωσιακή σχάση» των ιδεολογικών εκλογικεύσεων που διαχώριζαν μανιχαϊστικά την κοινωνική και πολιτική μας ζωή σε αποτελεσματικούς και αναποτελεσματικούς, σε εφοδιασμένους και ανεφοδίαστους για να αντιμετωπίσουν το «δυσμενές» και το απειλητικώς απαιτητικό. Γιατί σε αυτό το τρένο θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι.

Πλέον η κοινωνική μας ομοιόσταση δεν αντέχει το βαρύ αλλοστατικό φορτίο τόσων απωλειών που θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί. Αυτή την πολιτικοκοινωνική δυσομοιοστασία, μαζί με τη δυσοσμία μιας διαχρονικής διαφθοράς που σαπροφυτεί στη ρίζα της ανεπάρκειας εξοπλισμών, συστημάτων και ανθρώπων, εκφράζει η συλλογική οργή του κόσμου στις πλατείες.

Η οικονομική κρίση και ο στραγγαλισμός της ενεργειακής ακρίβειας χτυπούσαν και χτυπούν, κυρίως, τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, η Covid-19 τους ηλικιωμένους, τις ευπαθείς ομάδες και τους ανεμβολίαστους. Στο τρένο αυτό, όμως, θα μπορούσαμε να είχαμε σκοτωθεί όλοι, ακόμη και αν ταξιδεύαμε στην πρώτη θέση. Την ίδια στιγμή που πολλοί γονείς και πολλές οικογένειες δεν θα πάρουν ούτε τα σώματα των παιδιών και των δικών τους ανθρώπων, ώστε το «όλον σώμα» (και όχι τμήματα) του νεκρού, ως εστιακό σημείο του πένθους, να εγγραφεί απτά στον κύκλο της απώλειας, ολοκληρώνοντας, ως ένσαρκο επίκεντρο, το μεταβολισμό ενός πένθους που θα μας ακολουθεί για χρόνια.

*Ο Xρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD, είναι ψυχίατρος – διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, πρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΘΕΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “tomanifesto” της 14ης Μαρτίου 2023