Μέσα σε μια πενταετία γεμάτη παγκόσμιες αναταράξεις – με την πανδημία, την ενεργειακή κρίση, τους πολέμους στα σύνορα της Ευρώπης και τις αλυσιδωτές πληθωριστικές πιέσεις – η Ελλάδα κατάφερε να μετατραπεί από χώρα ευάλωτη και ασταθή, σε παράδειγμα οικονομικής ανθεκτικότητας και αναπτυξιακής δυναμικής. Το ερώτημα «πού βρισκόμασταν και πού φτάσαμε» μπορεί να απαντηθεί πιο αντικειμενικά με βάση τα επίσημα, συγκρίσιμα δεδομένα.
Από το 2019 μέχρι το 2024, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 28,3%, από 185,2 δισεκατομμύρια ευρώ σε 237,6 δισ., σηματοδοτώντας μια εντυπωσιακή πορεία ανάκαμψης και ανάπτυξης. Την ίδια ώρα, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχώρησε κατά 29,6 ποσοστιαίες μονάδες – από 183,2% σε 153,6% – γεγονός που αποτυπώνει μια σταθερή πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ενίσχυση του επενδυτικού περιβάλλοντος. Οι επενδύσεις σχεδόν διπλασιάστηκαν – από 20,3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019 σε 36,3 δισ. ευρώ το 2024 – ενώ το ποσοστό των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ αυξήθηκε από το 11% στο 15,3%. Πρόκειται για ένα κρίσιμο βήμα προς μια πιο παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία, με περισσότερες και καλύτερες δουλειές.
Η αγορά εργασίας ακολούθησε θετική τροχιά. Οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 428.700 άτομα, ξεπερνώντας τα 4,38 εκατομμύρια, ενώ η ανεργία υποχώρησε εντυπωσιακά από το 17,4% το 2019 στο 7,9% το 2025. Στο ίδιο διάστημα, ο κατώτατος μισθός ενισχύθηκε από τα 650 ευρώ στα 880 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 35,4%, ενώ και ο μέσος ετήσιος μισθός αυξήθηκε κατά 13,1%, από 19.609 ευρώ σε 22.176 ευρώ.
Η βελτίωση αυτή αποτυπώθηκε και στην αγοραστική δύναμη των πολιτών. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση, ως ποσοστό του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αυξήθηκε από το 77% στο 81%, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ενισχύθηκε σημαντικά, από 20.800 ευρώ σε 27.800 ευρώ – αύξηση της τάξης του 33,7%. Παράλληλα, η συνολική αποταμίευση ενισχύθηκε, καθώς οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν από 110,4 δισ. ευρώ το 2019 σε 147 δισ. ευρώ το 2025, ενώ οι επιχειρηματικές καταθέσεις υπερδιπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 44,8 δισ. ευρώ.
Μικρή αλλά σταθερή πρόοδος καταγράφεται και στον κοινωνικό τομέα. Το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες υλικής και κοινωνικής στέρησης μειώθηκε από 15,8% σε 14%, ενώ εκείνοι που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού μειώθηκαν από 29% σε 26,9%.
Ωστόσο, αυτή η πορεία δεν υπήρξε χωρίς σκιές. Παρά τα θετικά μεγέθη, υπήρξαν καθυστερήσεις και παλινωδίες σε κρίσιμους τομείς πολιτικής. Ορισμένες μεταρρυθμίσεις, όπως στη Δικαιοσύνη, τη Δημόσια Διοίκηση και την Υγεία, είτε προχώρησαν με αργούς ρυθμούς είτε δεν εφαρμόστηκαν με επάρκεια.
Στον κοινωνικό τομέα, η πρόοδος παραμένει άνιση. Η φτώχεια μειώθηκε μεν, αλλά με αργό ρυθμό, και οι ανισότητες παραμένουν υψηλές. Η ακρίβεια, ιδιαίτερα στα βασικά αγαθά και την ενέργεια, διαβρώνει σημαντικό μέρος της αύξησης του εισοδήματος, με αποτέλεσμα τα οφέλη να μην φτάνουν ισότιμα σε όλα τα νοικοκυριά. Η στεγαστική κρίση, ιδίως για τα νέα ζευγάρια, τους φοιτητές και τους εργαζόμενους σε τουριστικές και αστικές περιοχές, αναδεικνύεται σε νέο διαρθρωτικό πρόβλημα, χωρίς ακόμα ουσιαστικές λύσεις.
Παράλληλα, ζητήματα θεσμικής ποιότητας και διαφάνειας δεν έχουν αντιμετωπιστεί ριζικά. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς παραμένει εύθραυστη και η δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να λειτουργεί με χαμηλούς ρυθμούς απόδοσης, παρά τις επιμέρους βελτιώσεις.
Το γενικό πρόσημο, ωστόσο, παραμένει θετικό. Η Ελλάδα έκανε ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, επιτυγχάνοντας έναν συνδυασμό μακροοικονομικής σταθερότητας και κοινωνικής ανάκαμψης, που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε αμφίβολος. Αυτό το αποτέλεσμα είναι προϊόν τόσο συλλογικής προσπάθειας όσο και στοχευμένων πολιτικών επιλογών.
Το στοίχημα πλέον είναι να διατηρηθεί και να διευρυνθεί αυτή η πρόοδος – όχι μόνο με νούμερα, αλλά με ουσία, θεσμική ποιότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και εθνική στρατηγική.
*Ο Χρήστος Κουπελίδης είναι Οικονομολόγος & Σύμβουλος Στρατηγικής Ανάπτυξης