O συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης είχε ξεχωρίσει τον Κώστα Σημίτη ως προσωπικότητα και είχε περιγράψει τη γνωριμία τους σε πρόσφατο podcast που έκανε για το iefimerida.gr με τίτλο «ιερά τέρατα της πολιτικής». Ο Χωμενίδης γνώρισε τον Σημίτη ήδη από τα εφηβικά του χρόνια και περιέγραψε όλα αυτά που τον είχαν εντυπωσιάσει αλλά και όλα όσα δεν μπόρεσε να τον ρωτήσει ποτέ.
Η μεγάλη αλλαγή συνέβη το 1981. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεξε για υπουργούς του ανθρώπους που δεν έμοιαζαν διόλου με τους προκατόχους τους. Μια σταρ με διεθνή ακτινοβολία. Την Μελίνα Μερκούρη. Έναν οραματιστή, παλιό χίπη. Τον Αντώνη Τρίτση. Έναν δικηγόρο που έβαζε βόμβες στη δικτατορία και είχε διαφύγει στο εξωτερικό με πλαστό διαβατήριο. Τον Κώστα Σημίτη.
Μπήκα στο διαμέρισμα του Σημίτη ως έφηβος, έκανα γαρ στενή παρέα με τις κόρες του. Με εντυπωσίασε το καλό του γούστο, η ατμόσφαιρα κομψής διανόησης, τα βιβλία, οι δίσκοι… Επίσης δε το ότι στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού υπήρχαν πακέτα με συνεταιριστικά τσιγάρα - Σεκάπ, Κιρέτσιλερ… Ο αντικαπνιστικός άνεμος δεν είχε πνεύσει ακόμα, ένας σοσιαλιστής δε υπουργός Γεωργίας έπρεπε να υποστηρίζει, και στην καθημερινότητά του, τους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
Kαθίσαμε ενώπιος ενωπίω αρκετά χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1996, σε ένα σπίτι κοινών φίλων. Εγώ είχα κλείσει μόλις τα τριάντα. Ο Σημίτης συμπλήρωνε λίγους μήνες στο Μέγαρο Μαξίμου κι ακόμα λιγότερους στην προεδρία του Πασόκ. Οι υπόλοιποι συνδαιτημόνες είχαν πάει στον μπουφέ για να σερβιριστούν, εγώ δεν πεινούσα ούτε εκείνος προφανώς. Μείναμε για κάνα πεντάλεπτο οι δυό μας.
«Τι κάνεις, Χρήστο;» μού χαμογέλασε. Ο τόνος του ήταν ελάχιστα επικοινωνιακός. Λαχταρούσα να του απευθύνω χίλιες ερωτήσεις. Πώς είχε κερδίσει τον Άκη Τσοχατζόπουλο, ποιούς συμβιβασμούς είχε κάνει και ποιους σκόπευε να κάνει ακόμα – υπήρχε κάποια κόκκινη γραμμή που δεν θα περνούσε ποτέ, όσο και αν τον πίεζε η δίνη της πολιτικής; Ντρεπόμουν όμως. Δεν ήθελα να υποθέσει ότι δράττομαι της ευκαιρίας και του γίνομαι στενός κορσές. Κατάπινα έτσι τη γλώσσα μου μα δεν μπορούσα να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω του.
Τον πάγο έσπασε ο ίδιος. «Τι διαβάζεις, αυτόν τον καιρό;» «Τον “Πόλεμο των Δύο Κόσμων” του Μάριο Βάργκας Λιόσα!» του είπα. «Τον γνωρίζετε; Καταπληκτικός συγγραφέας από το Περού, εφάμιλλος -πιστεύω- του Μαρκές. Για ένα μονάχα δεν είμαι σίγουρος….» «Για ποιο;» «Εάν το όνομά του προφέρεται Λιόσα ή Γιόσα…» «Όπως και να λεγόταν το τριαντάφυλλο, το ίδιο θα μοσχοβολούσε!» μού απάντησε παιγνιωδώς, με έναν στίχο του Σαίξπηρ από τον «Ρωμαίο και Ιουλιέττα».
Δυό χρόνια αργότερα, συμπέσαμε με τον Σημίτη σε μια ταβέρνα στη Σίφνο. «Να σου πω κάτι; Ο Περουβιάνος συγγραφέας σου μού φάνηκε χρήσιμος! Είχα συνάντηση γνωριμίας με τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Σε τέτοια ραντεβού, πριν μπεις στο ψητό, πρέπει να μιλήσεις για λίγο περί ανέμων και υδάτων, να κάνεις το λεγόμενο “small talk”. Θυμήθηκα ξαφνικά την κουβέντα μας και τον ρώτησα εάν το σωστό είναι Λιόσα ή Γιόσα. Γιόσα είναι.»
Διαθέτει ο Κώστας Σημίτης και φλέγμα και ευρεία μόρφωση. Σύχναζε ως πρωθυπουργός στον κινηματογράφο «Έμπασσυ», έβλεπε τις ταινίες του Λαρς Φον Τρίερ… Διάβαζε Τόμας Μαν… Εκείνο ωστόσο που κυρίως τον χαρακτήριζε ήταν ότι είχε μια σαφή, συγκροτημένη άποψη για το πού ήθελε να πάει την Ελλάδα. Ακόμα και όσοι του χρεώνουν το φιάσκο του χρηματιστηρίου το 1999, την ατμόσφαιρα γενικευμένης διαφθοράς κατά τη δεύτερη ιδίως τετραετία του, δεν μπορούν να αρνηθούν την κληρονομιά του. Την ένταξη στην ΟΝΕ, την προετοιμασία των Ολυμπιακών, τα μεγάλα έργα που εγκαινίασε. Αεροδρόμιο, Μετρό, Αττική Οδό, Γέφυρα Ρίο-Αντίρριο. Η υστεροφημία του -το πιστεύω απόλυτα- θα εδραιώνεται όσο περνούν τα χρόνια.">https:="" www.iefimerida.gr="" poli...<="" a="">