Καταδικαστική απόφαση κατά Καμμένου από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έπειτα από προσφυγή της Ντόρας Μπακογιάννη για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση.

 

Γράφει ο ΤΑΣΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

 

Η προσφιλής μέθοδος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και του Αλέξη Τσίπρα να παρέχεται ασυλία σε κάθε υβριστή-υπουργό προκάλεσε μια ομόφωνη καταδικαστική απόφαση από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Καταδίκη που αναδεικνύει την πρακτική των ύβρεων και την επιχείρηση κάλυψής τους, η οποία σημειωτέον συνεχίζεται και σήμερα μέσα από επιχειρήσεις δολοφονίας χαρακτήρων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Δημήτρη Αβραμόπουλου.

Η απόφαση της Ντόρας Μπακογιάννη να φτάσει μέχρι τέλους την υπόθεση που την αφορούσε ως προς την κατασυκοφάντησή της από τον Πάνο Καμμένο (υπουργός Εθνικής Αμυνας και συγκυβερνήτης του Τσίπρα) οδήγησε σε ομόφωνη καταδίκη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ανοίγοντας όμως τον δρόμο για παραπομπή στη Δικαιοσύνη κάθε υβριστή, υπουργού και βουλευτή, που κρύβεται πίσω από την ασυλία που του προσφέρει η θέση. Με την επίκληση αυτής και κυρίως με την επίκληση ότι οι ύβρεις και οι συκοφαντίες γίνονται στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους ώστε τα κόμματα που διαθέτουν την πλειοψηφία στη Βουλή να μπορούν να καλύπτουν τα στελέχη τους.

Η περίπτωση του Πάνου Καμμένου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα, όπως άλλωστε και η περίπτωση του Παύλου Πολάκη, ο οποίος επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κρύφτηκε επίσης πίσω από την ασυλία για ύβρεις και αήθεις επιθέσεις σε βάρος πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων ακόμη και απλών πολιτών που τον επέκριναν μέσω του αγαπημένου του Διαδικτύου. Μάλιστα, στην περίπτωση Πολάκη ο Αλέξης Τσίπρας έσυρε ολόκληρο το κόμμα του στη Βουλή μετατρέποντας μια πρόταση μομφής σε βάρος του στενού συνεργάτη του και τότε αναπληρωτή υπουργού Υγείας σε πρόταση δυσπιστίας για την ίδια την κυβέρνηση.

Ως προς τον Πάνο Καμμένο, βρέθηκε πολλές φορές απέναντι σε περιπτώσεις που η Δικαιοσύνη ζήτησε άρση ασυλίας. Σε όλες όμως σηκώθηκε τείχος προστασίας από το κόμμα του, κυρίως από τον Αλέξη Τσίπρα, που έπρεπε να πληρώσει τα χρέη του προς τον άνθρωπο που με την ψήφο του τον έκανε δύο φορές πρωθυπουργό.

Η περίπτωση της Ντόρας Μπακογιάννη δεν ήταν η μοναδική. Ομως, η πρώην υπουργός ήταν αποφασισμένη να φέρει το θέμα στη Δικαιοσύνη και αφού στην Ελλάδα υπήρχαν οι πλάτες του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να δικαιωθεί εν τέλει. Και να ανοίξει τον δρόμο για ανάλογες περιπτώσεις, για υβριστές που καλύπτονται πίσω από τον μανδύα μιας ασυλίας-λάστιχο που τεντώνει κάθε φορά από το κόμμα εξουσίας που διαθέτει την πλειοψηφία και φυσικά τη διάθεση προσφοράς κάλυψης.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε τη στάση της τότε κυβέρνησης. Αυτής των Τσίπρα-Καμμένου, που σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να διαγράψει από τη μνήμη του ελληνικού λαού και να λειάνει τις γωνιές με αναφορές στα περί «αναγκαίου κακού» ως προς τη συνεργασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως κατέρριψε και αυτό το αφήγημα καταγράφοντας με την απόφασή του την πλήρη ταύτιση των δύο κομμάτων.

Με την αναφορά ότι η τότε κυβέρνηση κακώς δεν προχώρησε στην άρση ασυλίας του Πάνου Καμμένου και την υποσημείωση ότι οι ύβρεις που εξαπέλυε δεν εντάσσονται στην άσκηση των υπουργικών καθηκόντων, δείχνει τον δρόμο για ανάλογες περιπτώσεις ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Παράλληλα όμως κλείνει και την πόρτα σε όλους όσοι θεωρούν πως βρίσκονται υπεράνω των νόμων, εξαπολύουν ύβρεις και, δυσφημώντας τους πάντες, εκτιμούν ότι έχουν το ακαταδίωκτο. Το μήνυμα είναι σαφές και προς την ελληνική Βουλή που τότε είχε αποφασίσει να μη δώσει το δικαίωμα στην Ντόρα Μπακογιάννη να υπερασπιστεί στον χώρο της δικαιοσύνης την υπόληψη και τα δικαιώματά της. Ηταν τότε που η Ντόρα Μπακογιάννη έκανε λόγο για «κότα τρίλειρη και μακροπουπουλάτη» για να αναδείξει κυρίως το γεγονός πως μετά τις ύβρεις οι υβριστές βρίσκονταν να κρύβονται πίσω από ασυλίες.

Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποτελεί κόλαφο για τους… κήνσορες του ηθικού πλεονεκτήματος και τους δήθεν υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.