Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, έστειλε αυστηρό μήνυμα στην Τουρκία, κατά την ενημέρωση των μελών της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, τονίζοντας πως «η αποτροπή είναι η πεποίθηση προς κάθε κατεύθυνση ότι εξαιτίας της ετοιμότητας και των δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας δεν συμφέρει κανέναν να σκεφτεί οποιαδήποτε επιβουλή εναντίον των κυριαρχικών μας συμφερόντων».

«Όλοι συμφωνούμε πως το ζήτημα της Εθνικής Άμυνας της χώρας δεν είναι κομματική υπόθεση, αλλά εθνική, επομένως δεν προσφέρεται ως πεδίο για στείρα κομματική αντιπαράθεση, αλλά για συζήτηση και εποικοδομητική κριτική επί συγκεκριμένων προτάσεων πεδίων, σχεδιασμών, πολιτικών που αναπτύσσει το υπουργείο», ανέφερε αρχικά.

Η ενημέρωση της Επιτροπής γίνεται σε δύο κύκλους: Στον πρώτο, η ενημέρωση γίνεται με δημόσια συνεδρίαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο υπουργός Εθνικής Άμυνας έκανε την αρχική εισήγησή του και τοποθετήθηκε ένας βουλευτής από κάθε κόμμα. Στον δεύτερο κύκλο, η συζήτηση συνεχίζεται κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς την τήρηση πρακτικών.

Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας τόνισε ότι το ΥΠΕΘΑ δεν είναι το βασικό και κυρίαρχο όργανο χάραξης εξωτερικής πολιτικής της χώρας. «Αυτή η αρμοδιότητα ανήκει πρωτίστως στον πρόεδρο της κυβέρνησης και φυσικά στο υπουργείο Εξωτερικών. Αναπόφευκτα, εμπλέκεται το υπουργείο Εθνικής Άμυνας διαμέσου του πολύ σημαντικού εργαλείου της αμυντικής διπλωματίας, εις το οποίο έχει αναπτύξει και συνεχίζει να αναπτύσσει εντατική δραστηριότητα», είπε σχετικά.

Παράλληλα, έστειλε ισχυρό μήνυμα αποτροπής προς κάθε κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, είπε: «Ο σκοπός της προσπάθειάς μας είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Η αποτροπή είναι η πεποίθηση προς κάθε κατεύθυνση ότι εξαιτίας της ετοιμότητας και των δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας δεν συμφέρει κανέναν να σκεφτεί οποιαδήποτε επιβουλή εναντίον των κυριαρχικών μας συμφερόντων. Το κόστος που θα υποστεί θα είναι πάντα μεγαλύτερο από το όφελος που επομένως σκοπεύει να αποκομίσει».

Περαιτέρω, σημείωσε πως η κυβέρνηση επιζητά «ομόνοια» και «συνεννόηση» μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων στα θέματα της εθνικής στρατηγικής και αμυντικής πολιτικής, που προασπίζουν τα εθνικά συμφέροντα και τα κυριαρχικά δικαιώματα.

Αναφερόμενος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, υπογράμμισε ότι βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι η προώθηση μας πολιτικής βασισμένης στις αρχές καλής γειτονίας, του σεβασμού τους Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Σε αυτή την κατεύθυνση, αφετηρία συνιστά, όπως είπε, η παραδοχή ότι Ελλάδα και Τουρκία οφείλουν και μπορούν να συνεργαστούν σε τομείς αμοιβαία επωφελής, προσθέτοντας πως σε αυτό παίζουν ρόλο και οι ενδείξεις καλής συμπεριφοράς εκατέρωθεν.

«Προχθές είχα μια πρώτη τηλεφωνική συνομιλία με τον τούρκο ομόλογο μου κ. Ακάρ, όπου με διαβεβαίωσε με όλη του την καρδία ότι σκοπός του είναι να συνομιλούμε μαζί, προκειμένου να βρούμε λύσεις παρά τις διαφορές μας», δήλωσε και συνέχισε: «Τον διαβεβαίωσα ότι αυτός είναι και ο δικός μας στόχος, αλλά παράλληλα έχουμε και μια δουλειά και αυτή είναι να διασφαλίσουμε την ασφάλεια της πατρίδας μας μέσω της ισχυρής παρουσίας και της ισχυρής αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων. Συμφωνήσαμε να μιλάμε, θεωρώ πως έχει σημασία τα κανάλια επικοινωνίας να μένουν ανοιχτά ακόμα και σε περιόδους έντασης». Ακόμα, αποκάλυψε ότι συμφώνησε με τον κ. Ακάρ να συζητήσουν από κοντά για πρώτη φορά στο περιθώριο της προσεχούς συνεδρίας των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στα τέλη του Οκτωβρίου.

Για το Κυπριακό, υπογράμμισε ότι αποτελεί κορυφαίο εθνικό θέμα. «Η Ελλάδα στέκεται με απόλυτη προσήλωση στο πλευρό της κυπριακής διπλωματίας, παρακολουθούμε στενά και συντονίζουμε μέσω των διπλωματικών καναλιών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση τη λήψη μέτρων προς την Τουρκία για όλες τις παράνομες δραστηριότητες που διεξάγονται από αυτήν στην ΑΟΖ της Κύπρου», δήλωσε. Παράλληλα, όσο αφορά την παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας, είπε ότι προχωρά σε εντατική και συστηματική ενημέρωση των πρέσβεων, που συναντά κατ’ ιδίαν, καθώς και σημαντικών στελεχών των υπουργείων Άμυνας χωρών ή στελεχών διεθνών αμυντικών δομών, όπως το ΝΑΤΟ και η Στρατιωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στη συνέχεια, ανέπτυξε τους έξι βασικούς άξονες που εξυπηρετούν τις στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού για την ασφάλεια της χώρας.

Αυτοί είναι:

1. Ιδιαίτερη έμφαση στην εξασφάλιση επάρκειας του αμυντικού εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων με εστίαση στην τεχνολογική υπεροχή και την αξιοποίηση των σύγχρονων πληροφοριακών συστημάτων και συστημάτων διοίκησης.

Όπως σημείωσε ειδικότερα, τα παραπάνω δεν είναι εύκολα κυρίως λόγω των οικονομικών προβλημάτων της χώρας και λόγω της συσσώρευσης των πολλών προβλημάτων στη συντήρηση οπλικών συστημάτων και στην απόκτηση καινούργιων. Ο ΥΕΘΑ ανέφερε χαρακτηριστικά πως τα τρία μεγαλύτερα πρόγραμμα εξοπλιστικών που έχουν προτεραιότητα είναι η αναβάθμιση των F-16 στην έκδοση Viper, το δεύτερο είναι η υποστήριξη των υπαρχόντων mirage-2000, όπου φαίνεται ότι πάνε προς επίλυση μια σειρά χρόνιων προβλημάτων και τρίτο είναι η απόκτηση δύο νέων γαλλικών φρεγατών τύπου «Belhara» που θα εκσυγχρονίσουν και αναβαθμίσουν τον στόλο του Πολεμικού Ναυτικού. Η ελληνική πλευρά έχει εκφράσει ξεκάθαρα την επιθυμία απόκτησής τους, αλλά πρέπει να λυθεί το ζήτημα της χρηματοδότησης, που φυσικά δεν είναι αρμοδιότητα του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σημείωσε ο ΥΕΘΑ.

2. Αναδιοργάνωση δομής των Ενόπλων Δυνάμεων.

«Επιδιώκουμε την αύξηση ετοιμότητας του έμψυχου δυναμικού», δήλωσε σχετικά, ενώ συμπλήρωσε ότι το υπουργείο προετοιμάζει σχέδιο νόμου περί της αναβάθμισης του ρόλου της Εθνοφυλακής και της εφεδρείας. Ακόμα, εξετάζετε η δημιουργία εθνικού φορέα διαχείρισης του κυβερνοχώρου, με σκοπό τη θωράκιση κρίσιμων δομών και δικτύων από τις υβριδικές απειλές. Επιπρόσθετα, δήλωσε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι η δημιουργία Κέντρου Μελετών Ενόπλων Δυνάμεων με σκοπό την οριστική προσέγγιση και ενοποίηση των δράσεων στο κρίσιμο τομέα της έρευνας.

3. Εκσυγχρονισμός του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου με την υποβολή νέου σχεδίου νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, προμηθειών, υπηρεσιών και έργων στους τομείς άμυνας και ασφάλειας.

4. Ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

5. Αναβάθμιση της στρατιωτικής εκπαίδευσης

6. Αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Ενόπλων Δυνάμεων.