Υπάρχουν βιβλία που διαβάζονται και ξεχνιούνται, κι άλλα που τα αισθάνεσαι σαν μια αγκαλιά, σαν μυρωδιά από παλιά, σαν ψίθυρο από ένα καλοκαίρι που δεν έζησες, αλλά νιώθεις ότι ήταν δικό σου.
Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το «Άρωμα σταφίδας κι άλλες νοσταλγικές ιστορίες», μια συλλογή αφηγήσεων της Μαργαρίτας Κολιοπούλου από τις δεκαετίες του ’40 και ’50, ντυμένη με τις τρυφερές εικόνες της κόρης της, Καρολίνας.
Δύο γυναίκες, δύο γενιές, μια κοινή ψυχή. Η μία γράφει για να μη σβήσει τίποτα. Η άλλη ζωγραφίζει για να μείνει ζωντανό για πάντα.

Το βιβλίο δεν ξεκινά από μια συγγραφική φιλοδοξία, αλλά από μια ζωγραφιά. Παιδιά στην άκρη του κύματος, από μια παλιά, ξεθωριασμένη φωτογραφία. Η Καρολίνα, γιατρός στο επάγγελμα, πιάνει τα πινέλα και αναδημιουργεί εκείνη τη στιγμή. Η μητέρα της, Μαργαρίτα, συγκινείται. Και τότε η μνήμη ξυπνά, όπως η σταφίδα ξυπνά τη μυρωδιά του καλοκαιριού σε ένα αλώνι της Ηλείας.
Η Μαργαρίτα ξεκινά να γράφει. Όχι απλώς να θυμάται – να διασώζει. Το κτήμα στα Αγιωργίτικα, τα παιχνίδια στους δρόμους, τα γέλια μέσα στο πατητήρι, οι καλύβες στις παραλίες, η ντοπιολαλιά που κουβαλά σαν φυλαχτό.
Η Καρολίνα, μεγαλωμένη με αυτές τις αφηγήσεις, γίνεται το εικαστικό τους αντίκρισμα. Η σχέση τους δυναμώνει μέσα από τη δημιουργική αυτή σύμπραξη. Μαζί αποφασίζουν να μετατρέψουν τις ιστορίες σε βιβλίο, με τη συνεργασία των Εκδόσεων Καπόν. Ο στόχος τους: να φτιάξουν έναν μικρό συναισθηματικό χάρτη που να οδηγεί τον αναγνώστη πίσω στις ρίζες – είτε τις έζησε είτε όχι.

Η μεγαλύτερη πρόκληση, όπως ομολογούν, δεν ήταν η συγγραφή ή η εικονογράφηση.Ήταν το να δημιουργηθεί ένα έργο που θα
ξεπερνούσε τα στενά όρια της οικογένειας και θα άγγιζε τις καρδιές κάθε αναγνώστη.Ένα βιβλίο-καταφύγιο. Ένα κάλεσμα στη
μνήμη. Μια υπενθύμιση ότι η αληθινή παιδικότητα δεν θα έπρεπε να χάνεται ποτέ.

Για τη συγγραφέα, Μαργαρίτα Κολιοπούλου
Τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτό το βιβλίο και να μοιραστείτε τις αναμνήσεις σας από τις δεκαετίες του '40 και '50;
Ήταν ένα σύνολο από επιθυμίες. Να κρατήσω ζωντανές τις εικόνες, τις μυρωδιές, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας. Να αποδώσω ένα φόρο τιμής στους ανθρώπους που ήταν εκεί και που έχουν φύγει, αλλά η κληρονομιά τους ζει μέσα μας. Να ξαναζήσω τα συναισθήματα και τα βιώματα της παιδικής μου ηλικίας, τη σύνδεση με τη φύση. Σε έναν κόσμο που χάνεται, αλλά ζει στις αναμνήσεις μου, να κάνω μια προσπάθεια να διασώσω από αυτόν ότι μπορώ, και να το παραδώσω στις επόμενες γενιές.
Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή των ιστοριών;
Καθώς πρόκειται για την πρώτη μου συγγραφική απόπειρα, και μάλιστα σε αυτή την ώριμη ηλικία, των ογδόντα και κάτι, το πιο δύσκολο ήταν να φανώ αντάξια της ομορφιάς και της ακρίβειας της γλώσσας μας. Αυτή η διαδικασία όμως ήταν και εποικοδομητική, αφού ήταν μια πολύ αποτελεσματική άσκηση του μυαλού, που είναι τόσο απαραίτητη άλλωστε σε εμάς τους ηλικιωμένους.
Πώς νιώθετε που το βιβλίο σας απευθύνεται σε αναγνώστες κάθε ηλικίας και τόπου καταγωγής;
Είναι όμορφο να ακούω ανθρώπους που διαβάζουν το βιβλίο να είναι συγκινημένοι και χαρούμενοι ταυτόχρονα, γιατί οι αναμνήσεις τους ζωντάνεψαν, διαβάζοντας το βιβλίο, αλλά και να βλέπω ότι οι ιστορίες μου αγγίζουν ανθρώπους που δεν έζησαν εκείνη την εποχή, αλλά νιώθουν τη νοσταλγία και τη ζεστασιά της. Η παιδική ηλικία έχει κοινά στοιχεία για όλους, όπου κι αν μεγάλωσαν και κάτι τόσο προσωπικό, όπως οι ιστορίες μου, μπορεί να είναι ταυτόχρονα και καθολικό.
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να μεταφέρετε στους αναγνώστες;
Ότι οι αναμνήσεις μας καθορίζουν την ταυτότητά μας. Ας τις κρατάμε ζωντανές, γιατί μας εξηγούν ποιοι είμαστε και που θέλουμε να πάμε. Οι ανθρώπινες σχέσεις και οι μικρές ή μεγάλες χαρές που παίρνουμε από αυτές, είναι αυτό που τελικά μένει και αξίζει να τις επαναπροσδιορίζουμε στο παρόν υπό το πρίσμα της παιδικής αθωότητας.
Για την εικονογράφο, Καρολίνα Κολιοπούλου
Πώς ήταν η εμπειρία της εικονογράφησης των ιστοριών της μητέρας σας;
Ήταν μια διασκεδαστική διαδικασία κατά την οποία, μέσα από τη δημιουργικότητα, ήρθαμε ακόμα πιο κοντά. Μαθαίνοντας για το παρελθόν της μητέρας μου, την κατανόησα καλύτερα. Ήταν επίσης μια βαθιά προσωπική διαδρομή στη σχέση μου με την οικογένειά μου, ένα ταξίδι γεμάτο αναμνήσεις, συναισθήματα, ανακαλύψεις και νέες συνδέσεις με παλαιότερες και νεότερες γενιές.
Ποιες προκλήσεις συναντήσατε σε αυτή τη διαδικασία;
Πρόκληση ήταν να αποτυπώσω εικαστικά το συναίσθημα που κυριαρχεί έντονα στο κείμενο, να αποδώσω το πνεύμα της εποχής και να αναδυθεί το νοσταλγικό ύφος κειμένου. Αν και οι ιστορίες είναι προσωπικές, δεν ήθελα αυτό να είναι εμποδίζει τις εικόνες μου να αποπνέουν μια οικειότητα στον αναγνώστη, να λειτουργούν σαν μια εικαστική μνήμη, που θα μπορούσε να είναι και δική του.
Ποιο ήταν το πιο σημαντικό μάθημα που αποκομίσατε από αυτή τη συνεργασία;
Στην εποχή μας με τις ιδιαιτερότητές της, η νοσταλγία προσφέρει καταφύγιο. Δεν αποτελεί απλώς μια αναπόληση του παλιού, αλλά πηγή χαράς, χαλάρωσης, ψυχικής υγείας, σύνδεσης με τους άλλους, και επαναπροσδιορισμού των επιθυμιών και των προσδοκιών μας. Ένα ακόμα μάθημα που αποκόμισα ήταν ότι η δημιουργικότητα δεν έχει ηλικία κι ότι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι στις οικογένειές μας, ως φορείς της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς, είναι ένας θησαυρός πληροφοριών, οι οποίες πρέπει να ειπωθούν και να καταγραφούν.
Ερωτήσεις κοινές για τη Μαργαρίτα και για την Καρολίνα Κολιοπουλου
Πώς αποφασίσατε να συνεργαστείτε;
Μια ζωγραφιά της κόρης βασισμένη σε μια παλιά απρόμαυρη φωτογραφία στην οποία κάποια παιδάκια έπαιζαν με τα κύματα τις θάλασσας, κινητοποίησε τη μητέρα, να γράψει για τα παιδική της ηλικία στις ακρογιαλιές του τόπου της. Έτσι τυχαία, λοιπόν, ξεκίνησε η δημιουργία του βιβλίου. Συμφωνήσαμε για τη δομή αυτού του έργου, που θα ήταν προϊόν κοινής προσπάθειας, ως μια συλλογή μικρών ιστοριών, καθεμιά από τις οποίες θα συνοδευόταν από μια εικόνα. Στη συνέχεια κάναμε αυτό που η καθεμιά μας ξέρει καλύτερα: Η συγγραφέας-μητέρα βασίστηκε στην καλή της μνήμη και στο ταλέντο της στην εξιστόρηση και η εικονογράφος-κόρη, έκανε αυτό που απολαμβάνει να κάνει όταν δεν δουλεύει ως γιατρός, δηλαδή να ζωγραφίζει.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε;
Η πρόκληση ήταν αυτό το έργο να γίνει ένα βιβλίο καλαίσθητο, νοσταλγικό, με σεβασμό στον τόπο και σε όσους έζησαν τα χρόνια εκείνα, που να αγγίζει τις καρδιές ανθρώπων και έξω από τα όρια της στενής οικογένειας. Η συνεργασία με τον Εκδόσεις Καπόν εξασφάλισε αυτό το αποτέλεσμα.
Πώς ελπίζετε ότι θα αντιδράσουν οι αναγνώστες;
Θα θέλαμε να χαμογελάσουν, να συγκινηθούν, να νιώσουν θαλπωρή και ζεστασιά καθώς ανακαλούν τις δική τους παιδική ηλικία, να αφουγκραστούν το δικό τους εσωτερικό παιδί και τις αναμνήσεις του, που είτε κρατούν ζωντανές κι είναι το συναισθηματικό τους καταφύγιο, είτε έχουν παραμελήσει και να νιώσουν ότι είμαστε όλοι μια μεγάλη οικογένεια. Ελπίζουμε να βρουν εκεί μέσα κάτι δικό τους, αλλά και να παραδειγματιστούν από μια εποχή πιο λιτή τότε που η πληροφορία δεν κατέκλυζε αδιάκοπα το μυαλό και ο καταναλωτισμός δεν καθόριζε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Ελπίζουμε το βιβλίο να δώσει κίνητρο στους νεότερους αναγνώστες να θέσουν ερωτήματα και στους μεγαλύτερους σε ηλικία να τα απαντήσουν, μια καλή ευκαιρία για ένα γόνιμο διαγενεακό διάλογο.
Έχετε σχέδια για μελλοντικές συνεργασίες;
Ίσως! Σίγουρα υπάρχουν κι άλλες ιστορίες που αξίζει να ειπωθούν.
Ποια είναι η σημασία της νοσταλγίας στη σύγχρονη λογοτεχνία και τέχνη;
Στην τέχνη, η νοσταλγία είναι πηγή έμπνευσης και δημιουργικότητας, προσφέροντας υλικό για αφηγήσεις, παράγονται έργα που αποτελούν μια αντίσταση απέναντι στη λήθη. Οι μικρές ή μεγάλες στιγμές του παρελθόντος, που εξιστορούνται μέσα από το πρίσμα της τέχνης, αποκτούν συμβολικό βάρος, χαρίζοντας νέες προοπτικές και νοήματα στο παρελθόν.
Απόσπασμα απο την ιστορία « Το μαγαλοβδόμαδο»:
Την εβδομάδα που τη λέγαμε Μουγγή, αυτή δηλαδή που προηγείται της Μεγάλης Εβδομάδας και η εκκλησία απέχει των καθηκόντων της, συναγωνίζονταν σε αρώματα τα φρεσκοψημένα πασχοκούλουρα με τις ολάνθιστες, μοβ και άσπρες πασχαλιές, που ευδοκιμούσαν σε κάθε αυλή και σε κάθε κήπο της πόλης. Κατά σειρές και σχέδια τα κουλούρια, άλλα στρογγυλά, άλλα πλεξούδια, μα και άλλα πιο πολύπλοκα και πιο περίτεχνα, στρωμένα σε μεγάλες μακριές λαμαρίνες, έφευγαν από τα σπίτια για τους φούρνους και γύριζαν ψημένα πάλι πίσω. Ήταν τότε το έθιμο οι νοικοκυρές να μην ανακατεύονται με ζάχαρη το Μεγαλοβδόμαδο, γιατί, καταπώς πίστευαν, θα ήταν ασέβεια, αν τα πασχαλινά κουλούρια, καθώς ψήνονταν, μοσχομύριζαν γλυκό, μέσα στο Θείο Πένθος. Η παρασκευή τους σε μεγάλες ποσότητες σαν κι αυτές ήταν διαδικασία μιας ολόκληρης ημέρας, και προϋπέθετε την αποθήκευση σε πάνινες σακούλες και μέσα στο μεγάλο ντουλάπι, αλλά και το αναμενόμενο «σφράγισμα» από τη μάνα μας, τουτέστιν το κλείδωμα του ντουλαπιού, αν θέλαμε, καθώς έλεγε, να μας απομείνουν και για τη Λαμπρή. Εμείς, καθώς είχαμε κάνει ήδη το κουμάντο μας κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους από τον φούρνο στο σπίτι, δεν είχαμε καμία αντίρρηση ως προς το σφράγισμα του ντουλαπιού. Η μόνη μας έγνοια ήταν να βιαστούμε να καταναλώσουμε τη δική μας προμήθεια, αφού την επομένη, Κυριακή των Βαΐων, θα μπαίναμε στην εβδομάδα των Παθών και της νηστείας,, και πάντα ήμασταν συνεπείς σε αυτό το θρησκευτικό μας καθήκον..

Το «Άρωμα σταφίδας» δεν είναι μόνο βιβλίο. Είναι μια αγκαλιά ανάμεσα στις γενιές. Είναι η απόδειξη ότι η αφήγηση μπορεί να γίνει γέφυρα, ότι η ζωγραφική μπορεί να ντύσει τις λέξεις με φως. Και ότι η νοσταλγία δεν είναι απλώς επιστροφή στο παρελθόν, αλλά μια πράξη βαθιάς αγάπης για ό,τι μας έκανε ανθρώπους.